Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3621-3640 από 142579
Σφαντάσει= εμφανίζει (τόπος τις) κατά τους δεισιδαίμονας φαντάσματα οίον το ρυάκι σφαντάσει (Σέλυνον). Σφανταχτό (το)= φάντασμα
Λουπασάκης, Στυλιανός Εμμ.
Του Μα τον ψυχό ήμπαν οι πεθαμμένοι σ' ένα σπίτι, που κάμναν τα κόλλυβα, κι ηνεμασσούντο (αναμασσούσαν) κι ύστερις ήβγαν όξω, ήβ'ζε κ'ι ι νοικοκυρά στην ταράτσα κι εί(δ)εν ένα σσ'ωρό (έναν σωρό) κόσμο όλο παππουλιασμένοι κι ήπαιζεν ένας πο μπρος παιχνί σαν πιναύλι. [Παππουλιασμένοι, ασπροντυμένοι, σαβανοντυμένοι “παππουλιά” είναι κι ένα βότανο με άσπρο – γκρίζο φύλλο, άραγε έχει σχέση με τον πάππου,...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Εξωτερικόν πλ. Τ' εξωτερικά και εξωτικόν πλη τ' εξωτικά= φαντάσματα
Βαλαβάνης, Ι.
(
1877
)
Με καβάλκεψε το ξωτερκό, έναν ανδρί στο μπόϊ το δκό μ'.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1922
)
Σ΄μά ‘ς τμ Παναϊά ένα τσιγρέκ τόπου είνι ναι βρύσ’. Ικεί ‘ς τα βρύσ’ παρουσιάζιταν ένα φάντασμα πότι σαν αράπ’ς πότι σα γριούλα, πότι σαμ παπάς κ’ έσκιαζι τουγ κόσμου. Κι αλήθεια νια βουλά ρχέταν ένας παπάς τ νύχτα μαζί μ έναν άλλου απ’ του χουργιό κι άμα έφτασαν ‘ς τη βρύσ’, παρουσιάσκι ένα σκουτίδ. Κ’ ύστιρα παρουσιάσκι ένα είδους μπρουστά τς κι τς πήρι του τφέκ’. Κι τν άλλ’ μέρα του βραν γιουμάτου...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Ήσκιος (ο) λαφρύς. Ελαφρόν ήσκιον έχουν ωρισμένοι μάλλον νευροπαθείς, ως πιστεύει ο λαός, δηλ. Το ελάττωμα να βλέπουν όξου 'πό δω, φαντάσματα. “Είναι ο ήσκιος του λαφρύς γι αυτό το 'παθε”.
Δαλιάνης, Νικόλαος Κ.
(
1930
)
“αφού επνίγηκε, τονέ βγάλανε, τον πείραζε την νύχτα” = το φάντασμα του πηγέντος ηνόχλει την νύκτα τον Ζαχαρίαν. “εγώ αφώς, ήρχα σε, ηλικία κ' ήπιασα το τουφέκιν, εν είδα ποτέ μου πράμα= ουδέν είδον φάντασμα νύκτωρ.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Οι καλαμωταίς
Πολλαίς φοραίς 'ς το δρόμο τη νύχτα παρουσιάζονται 'ς τους διαβάταις καλαμωταίς, σαν εκείναις που βάνουν τα μεταξοσκούληκα, και δεν αφήνουνε τον άνθρωπο να περάση. Έτσι ερχότανε 'ς το χωργιό ένας νύχτα και δεν τον άφηναν να περάση, όσο που ακούστηκαν τα κοκόρια να λαλούνε. Ένας άλλος ερχότανε νύχτα κ' εκράτειγε 'ς τα χέργια του ένα σκερπάνι, του παρουσιάστη η καλαμωτή, την εβάρεσε με το σκερπάνι κ'...
Άγνωστος συλλογέας
(
1916
)
“Ένα άλλο, θυμούμαι, επήγε και ήδιξε τα βούδιαν στογ γιαλό”= έκρον φάντασμα ήλασε τους βούς εις την θάλασσαν.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Φάντασμα= φάντασμα, οιωνός, ενίοτε αι Νεράϊδες και οι βρυκόλακες.
Δογάνης ,Κυριάκος
(
1918
)
αιστάνουντουμ, δε μ' ήφινε το ξωτερκό= διετήρουν τας αισθήσεις μου, το δε φάντασμα είχετό μου.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1922
)
Τα φαντάσματα των Φράγκων
Στα Σπιτάλια το μέρος έχ' φαντάσματα. Γιατί τα παλαιά χρόνια είχαν εκεί οι Φράγκ' ένα νοσοκομείο για τ'ς δικοί τους. Κι όταν ένας απ' αυτοί κόντευε να πεθάν', τ' βάζαν τ' άγια λάδια, για να περπατήσ' στη γη. Γι' αυτό αν πηγαίναν μετά καλύτερα οι αρρώστ', τ'ς παίρναν στο κατώι και τ'ς λέγαν πως θα τ'ς μετρήσουν. Κι είχαν απ' τ'ς τράβες σκοινιά σε θηλιές. Τ'ς βάζαν εκεί πως θα τ'ς μετρήσουν τάχα και...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Ησκιώνω, ησκιωμένος (κυρίως τόπος αλλά και άνθρωπος) όπου συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνη κακόν κ ο έχων κατάραν δαιμόνιον ι εξ εαυτού. Ήσκιωμα= φάντασμα, σκιά. Ησκιωτικός= άνθρωπος συμπαθητικός.
Ρέκας, Β. Δ.
Σαρακηνός= φάντασμα
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Λυκοφάγωμα (το) φανταστικόν ον έχον μορφήν θηρίου, όπερ εν καιρώ νυκτός περιέρχεται τους βαθείς χειμάρρους. Σπανίως εκβάλλει φωνήν, εξαφανίζεται δε μόλις ακούση αλέκτορα.
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1929
)
Μ' ανασκελά το ξωτερκό οπίσω απ' το μλάρ' αφανέριο!= το φάντασμα με κατέρριψε προς τα οπίσω επιβαίνοντα ημιόνου, συγχρόνω δε εξαφανίζεται.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1922
)
Τα φαντάσματα των Φράγκων
Όταν πνίγαν στα Σπιτάλια τ'ς αρρώστ', τ΄ς ρίχναν σε μια λάκκα μες στ'ν εκκλησία του Σαν Αντώνιο. Από τότε βγαίνουν τα φαντάσματα των πνιγμένων και γυρνούν στη bαλλάδα. Μια νύχτα είδε μια γυναίκα έναν απ' αυτοί. Είταν ένας γέρος, σκυφτός μ' ένα μπαστουνάκ' στο χέρ' κι όταν πλησίασε χάθ'κε ξαφνικά απ' τα μάτια τ΄ς.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Φάντασμα φάϊντασμα. Τα φαντάσματα τα εξωτικά. Ο βλέπων φάντιασμα γίνεται ανάπηρος, βλάπτεται κι την χείρα ή τον πόδα. (Διαφέρει δε το φάντασμα του φαϊντιάσματος διότι φάντασμα είναι η φαντασία το ότι φαντάζεται τις φαϊντασμα δε το εξωτικόν, το στοιχείον. Ομοίως δε ς το φαντάζομαι τον φαϊντιάζομαι όπερ= βλέπω φαντάσματα.
Νεστορίδης, Κ.
σφαντάσσει= ρήμα λεγόμενον περί τόπου όστις (κατά τας δεισιδαίμονας) παρουσιάζει φαντάσματα λ.χ. “Το ρυάκι σφαντάσει”. Σφανταχτό, το= το φάντασμα.
Λουπασάκης, Στυλιανός Εμμ.
Γουλιώ= φοβούμαι τα φαντάσματα πχ “γουλιώ γιατί τα περα είναι γουλιασμένα= φοβούμαι διότι εδώ πέρα είναι μέρη, όπου υπάρχουσι φαντάσματα.
Καλαβρός, Μιχαήλ
(
1894
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση