Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3421-3440 από 142579
Ασθένειαι
Εδώ έπεσε μια φορά χολέρα κ' εφύγανε οι γέροι, δηλ στου παππού μου τα χρόνια, κ' επήαν κ' εσηκώσαν στον Νά (στον ναόν της Άρτεμης) το άγαλμα και του δώκαν κ' επήεν μέσ' στη θάλασσα. Πειδής το άγαλμα αυτό ήτανε βουρβούλακας κ' έτσι κι ήσπασε η ασθένεια.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Μια φορά ήκουσενε η Κατσουροπούλα τη νύχτα κ’ επαίζασι λιανοπαίχνιδα, λέει, έρχονται οι Φιλωτίτες να χορέψουσι ‘ς το Δανακό, κ’ επερίμενε να ‘ρθουσι. Και bροβαίνει η Παναγία ‘ς τη βρύσι και τώνε λέει, πίσω, πίσω. Λέει, θα περάσωμενε μέσ’ ‘ς το χωριό μα δε θα ‘γγίξωμενε. Λέει πίσω. Αφού δεν τσ’ εζάφτιζενε φωνάζει. Μανουήλ, Μανουήλ, πρόφταξε. Λέσι που να πάμενε. Να πάτε από το πλευρό να πάτε ‘ς το Τριάγκαθα...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Ο κακός αγέρας
Του Μπουγιατζαλί απ' του κιράν' χάλασι μούν δγιό δέντρα καραάτσχια πόμναν ικεί . Παρακάτ μεργιά είνι Παλικλήσ' απάν 'ς τουν τεπέ, 'ς την τούμπα. Έναν καιρό έσκαψαν 'ς του Παλικλήσ' για χρήμα χάλευαν παράδις κι βρήκαν ένα guiβguiρ. Κατέβκαν δγιό μέτρα, μα φοβήθκαν να παν παρακάτ'. Πατσιούρας, ένας γέρους, πάει του χώμα σ' έναν τζοbάνουν απ τς. Πετράδις, έδειξιν του χώμα και τς είπιν “Να μη σκάψτι,...
Μέγας, Γ. Α.
(
1923
)
Ο σεληνιασμός, επιληψία (λεγομένη “κακού πραγμάτου”) κατά τας προλήψεις του λαού προέρχεται δια συνεργείας των διαβόλων, λεγομένων κακά πράμματα.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Παράδοσις ασθενειών
Άμα ερχότανε η πανούκλα ερχότανε μ' ένα καΐκι, κ' είχε διαταή να πάρη εκατό, αλλά εχανόντανε πολλοί. Λέγασι πως ήτανε μια γυναίκα, μια γριά.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Λαβώνω= παραλύω σώμα κ πνεύμα τινός όταν λύκος ιδή εν τα δάση άνθρωπον, πριν ούτος αντιληφθή αυτόν, το βλέμμα του λύκου παραλύει την λειτουργίαν των αισθήσεών του. Τότε δε ανήρχεται πάλιν, όταν κατορθώση να ϊδή ς αυτός τον λύκον όθεν η φράσις: Σων να τον λάβωσεν ο λύκος.
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
Η σπλήνα παρουσιάζεται όπως η μαϊμού και γίνεται ζώ. Φωνάζει σατανικά άμα τα χάση τα γίδια. Το 'χανε 'δεί πολλές φορές πως είναι ζωντανό. Αυτό βατεύει τα ζωdόβολα και μονομιάς πρήσκεται η σπλήνα dου και γίνεται σα ψωμί και ψοφά.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Σ τουμ πάτου 'ς τη Σέλιν', κουντά 'ς τμ Παναϊά είνι δύο πλατάνι αντάμα αντάμα. Γι' αυτά οι Σιλιανίτις λεν πως νια βουλά πόχτ'σαν του χουριό, ήθιλαν να του γκινιάσνι. Τότι νια γιλάδα γένν'σι δυο μσκάργια νια κ'λιά. Τα πήραν τότι κι τα ξικίν'σαν απ τμ Παναϊά κι τα φιραν τρουΰρ 'ς του χουργιό κ ύστιρα τα πήγαν 'ς τμ Παναϊά, τα θαψαν ικεί κουντά κι φύτρουσαν απάμ ικεί κουντά κι φύτρουσαν απάν ικεί 'ς...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Αυτές οι ασθένειες οι μολυσματικές ήτανε γυναίκες άγριες με μακρυά δόντια και μαλλιά. Η ευλογιά, η πανούκλα κ η χολέρα. Άμα θελα πάψει η επιδημία ελέγανε κ ελέγανε η Μεγαλόχαρι μας ήδιωξε, φεύγομε, δεν έχομε πια 'δώ δουλειά.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Υπάρχει παλαιά παράδοση ότι ένας χωρικός από το χωρίο Κατούνι απάντησε το μεσημέρι καλοκαιριού τρεις κυρίες που έφευγαν από το χωριό αυτό. Τις ερώτησε που βρεθήκανε εκεί τέτοια ώρα. Αυτές είπαν: Επήγαμε εις το χωρίο αυτό (κι έδειξαν το Κατούνι) που είχαμε να κάμωμε πολύθερο, αλλά δεν μας αφήνει ο Αντώνης ο Ψαρογένης, η Μαρία η μαυρομούρα και η Ειρήνη η κοκκίνα». Λένε πως αυτές ήτανε οι τρεις αρρώστειες...
Κασιμάτης, Ιωάννης Π.
(
1958
)
Ότι η μαννίτσα Λυμικάβα (ή λυμικία ή λυμική) εστί προσηνής και γλυκειά τους τρόπους, ουχί δε ως η μαννίτσα Βρατάβα, άτεγκτος και αδυσώπητος, ότι αυτή περιερχομένη από οικίας εις οικίαν προσφέρει γλυκύσματα τω ατόμω ο προσέβαλεν.
Παπανανιάδης, Ελευθέριος
(
1896
)
Μια φορά ήπεσε θανατικό πανόγλα σ' έναν τόπο, απού δεν επροφτάνανε να θάφτουνε. Μια γυναίκα, χήρα γυναίκα, παίρνει τη θυγατέρα τζης και μισεύγει. Να πηαίνω θέλω 'γώ ίσαμε να περάση το θανατικό κι απόι δα νάρθω. Μισσεύγει κι ήλειπεν είκοσι χρόνους, Στσ' είκοσ΄απάνω λέει: Να γυρίσω θέλω γω στο σπίτι μου , να δω ίντα γίνεται. Γιαγέρνει στο χωριό τζης, ερημιά μιγάλη. Πάει στο σπίτι τζης. Θωρείν στην παρασθιά...
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Πανούκλα (η)= η αρρώστεια,που την φαντάζονται σα μια γυναίκα αχτένιστη και άσκημη – Μωρή πανούκλα συ τόκανες αυτό; - Πανούκλα να σε βρή! (κατάρα).
Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
Ανεμικό= άνεμος εις ον αποδίδεται νόσος εξ επιδράσεως.
Τσικόπουλος, Ι.
(
1912
)
Βράσσα (εν χωρ.) βράσσα και βρατσί, το= η νόσος ευφλογιά και αυτά τα εξανθήματα αυτής. Καλέτσα, κακέτσα, βράσσα”. Προστάτης των προσβεβλημένων λογίζεται η αγία Βαρβάρα. Κατά της παρωχημένοις δε χρόνοις ως γυνή η Βράσσα αόρατος περιερχομένη.
Βαλαβάνης, Ι.
Οι αρρώστιαις
Οι αρρώστιαις που θα πέσουν 'ς το χωργιό γυρίζουνε τη νύχτα και σκούζουνε, μα δεν τοις βλέπουνε κι όποιος τακούση μέσ' από το σπίτι τη νύχτα, θα χαθούνε όλοι από κείνο το σπίτι. (Περί της εμφανίσεως των ασθενειών ως γυναικών βλ. Πολίτου Παραδ. σ. 552 κε.)
Άγνωστος συλλογέας
(
1916
)
Όταν επήγαιναν στη βρύση να πάρουν νερό, την εύρισκαν (την πανούκλα) στην βρύσην και έπιανε τον κόσμον και τον έπνιγε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Η πανούκλα (πανώλης)
Η πανούκλα έγινεν από την πατσαβούραν, που εσφόγγισεν ένας βασιληάς το ματωμένο σπαθίν του, σ' ένα με(γ)άλο πόλεμον. Την πέταξε σ'εναν κάμπο κι από κει εγεννήθηκεν η αρρώστεια αυτή. Μια μέρα η πανούκλα έστειλεν την κόρη της σ' έναν τσοπάννην να της δώση έναν αρνί. Ο τσοπάνης εφορτώθη για μιας έναν αρνί και το πήρεν ο ίδιος στο σπήλιον της πανούκλας. Εκεί είδεν χιλιάδες κατομύρια καντύλια, που ήτο...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Η πανούκλα
Η πανούκλα ήταν σα σκυλί που περβατούσε ΄ς τους δρόμους κι αφάντα την έπιακαν και την έκαψαν, γλύτωσ' ο κόσμος απ' αυτή. [Ίδε Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής εταιρείας Τομ. 1, τεύχος Α, πραγματεία Ν.Γ. Πολίτου].
Σάρρος, Δημήτριος Μ.
(
1893
)
Όταν θα μπη η ασθένεια σε χωριό, φαίνεται από βράδυ σε βράδυ ένα κερί αναμμένο. Άμα φεύγη η ασθένεια βλέπουν και φεύγη κάτι σα φωτούλα απ' την άκρη απ' το χωριό. Όταν θα μπη ασθένεια σε χωριό νειρεύονται πως έρχεται τάχα σα νύφη και περπατή στα σοκάκια.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση