Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3401-3420 από 142579
Τοκκάδος= εγγισμένος, προσβεβλημένος/ πάντοτε επί ασθενείας.
Δένδιας, Μιχαήλ
(
1915
)
Αρχάγγελος τριών εληών
Τον καιρό της πανώλης ο Αρχάγγελος εξήλθε του χωρίου και συνάντησε την Πανώλην σαν θηρίο. Στάθηκε σε ένα μέρος και την έδιωξε. Στον τόπο που στάθηκε φαίνονται τα πατήματα του αλόγου του και έναντι τα αίματα του θηρίου που χτυπήθηκε από το Αρχάγγελο.
Κοκολιού, Λ.
(
1961
)
Είχε ευλογιά πέσει 'ς το χωριό μας κι αποταήκανε την αγία Βαρβάρα εκάνανε λιτανεία, εκάνανε παράκλησι κ' εκόπηκενε η ευλογιά και μέχρι τώρα νηστεύομεν όλοι και δεν τρώμε λάδι, λόγω του θάματος που έγινε. Έχει τάξει όλο το χωριό να νηστέψη και νηστεύει.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Κόμανο
Λίγο πιο κάτω απ' το Γαρδίκι, σώζουνται παλιά ερείπια. Η παράδοση αναφέρει ότι είταν εκεί, παλιό χωριό που ρήμωσε απ' το φόβο της πανούκλας. Όσοι πεθάνανε απ' την αρρώστεια μείνανε άταφοι και βρυκολακιάσανε. Τις νύχτες, φαίνουνται άσπροι ήσκιοι, που περνούν στα χαλάσματα, αφίνοντας ψιλές συριστικές φωνές.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Του Γιάννη του Πιζάνια του πάντηξε μια πραάτα (πρόβατα) κι είπεν: “μα πραάτα σκουλλιά”. Κι ηπολο(γ)ήθην η πραάτα: “εν σου ρέγουν τα σκουλλιά μου;” και κείνη – ν – ήταν η Πανούκλα – κ'ι' είπεν του: είναι – ν – πούσεις λα(δ)ι, ειδεμή ήθελα να σε σ' σάσω. [λάδι= Είχε λάδι το καντήλι του, είχε χρόνια].
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
...Η Αγία Βαρβάρα ήθελε ν' αγιάση και ο πατέρας της δεν ήθελε και την κυνηγούσε στ' αμπέλια. Εβαστούσε ένα σταφύλι και το πέταξε στη μούρη (= πρόσωπο) του πατέρα της κι από τότε εβγήκε αυτή η αρρώστια. Η ίδια πάλι η Αγ. Βαρβάρα τήνε γιατρεύγει.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Μια βολά, λέει, ο bεονικολός εκεί πο κειτούdανε με τη ‘υναίκα dου, τη γριά Μαριώ, κι ήτονε πια μεσάνυχτα περασμένα, ‘κουσεν έναν έχτυπο στη bόρdα. Λέει: Μουρέ μα τέθοια ώρα ποιος είναι; Εγριέφτην ο άθρωπος κι εσκούdηξε dη ύναίκα dου. Λέει: Ω, Μαριώ, ιά ξύπνα. Εξύπνησε λοιπό κείνει, λέει: Μωρή ιά ‘φικράσου! Ακούς τίποτα; Λέει: Ναι. Σαματάς ακούεται μέσ’ στην αυλή. Σηκώνουdαι λοιπό σια – σια και πάνε...
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1930
)
Μιλουμέν' η Χαλκ. Μελωμένη, κατ' ευφημισμόν η νόσος ευλογία (δια να μη οργισθή και κάμη θραύσιν μεγαλυτέραν κ αποβή θανατηφόρος, διότι νομίζεται ως δαιμόνιον προσωποποιημένον ως και πάσα άλλη νόσος.
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α.
Ισκιοθέρμη= πυρετός επίμονος προερχόμενος εξ επιδράσεως πονηρών ονομάτων. Θεραπεία: εις το άκρον εδάφους απολήγοντους εις γωνίαν ανοίγεται στρογγυλή σ’ ενός μεγέθους τοσούτου, ώστε να διέρχεται δι’ αυτής γυμνός άνθρωπος. Κατόπιν φέρουν εκεί τον πάσχοντα ‘ς διαπερούν δια της οπής (τον πέρασαν στην τρύπα) αφάνοντος προ αυτής τα ενδύματά του. Ούτος δε μετά τούτο πυροβολεί συνήθως κ απομακρύνεται χωρίς...
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
..... Δέκα τέσσερις οικογένειες κυνηγά η συγγενικιά παντρειά. Αυτά τα συγγενικά είναι αβλόητα, δεν πιάνουνε. Απ' αυτά προέρχονται όλες οι κακές αρρώστειες, τα χτικιά και τα άλλα.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Μια φορά εδώ έπεσε μια ψώρα στα κατσίκια και τα κατάστρεψεν τα κοπάδια αυτή η ασθένεια. Τότε εφύγασι από τα χωριά κ' ήρθασι εδώ στου Δρύ τον κάμπο κ' εκτίσανε τον Άγιο Χαράλαμπο μονημερίτικο και τον εζώσανε με τα κεριά απ' όξω κι από μέσα. Κ' έτσι έπαψε αυτή η ψώρα. Εκεί που σκάβγασι για ν' ανοίξουν τα θεμέλια ηύρασι κ' ένα πιθάρι ζωσμένο με βολίμι (μολύβι) μ' αυτοί νομίζανε πως ήταν χρυσάφι. Επιαστήκανε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Καλαγκάθι: Είναι ξωτικό. Έτσι έχουνε να πούνε. Αποφυγή από γιατρό. Θεραπεύεται με κοπριά του βουδιού ζεστή, την ώρα που θα κατουρήση να το χώσης το δάχτυλο μέσα ή βουδινό μάτι να το σκίσης και να βάλης λιγάκι ζάχαρι μέσα και να βάλης το δάχτυλο ύστερα μέσα.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Νια βουλά γκαίνιαζαν τα χουριά για να μη μπαίν'νι οι ασθένεις 'ς του χουριό. Έπιρναν δύο δαμάλια μπν' άρκα, τα βαναν 'ς εν αλέτρ, γύρζαν του χουργιό γυρβουλιά κ' ύστιρα τα ίφιρναν απού κει π αρχίναγαν κι τα χουναν αντάμα μι ταλέτρ ζουντανά. Δω 'ς τ Ζηλίτσα είνι ου τάφους που νι χουμένα τα δαμάλια 'ς τν Άι Παρασκηυή. Ανωτέρω έγραψα περί του γκανιάσματος της Ζηλίστας και του τάφου των δαμαλιών. Την...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Αιτία εις την οποίαν αποδίδεται η ασθένεια. 1) Υπερφυσική ή αστρική αιτία. – Αι ασθένειαι με νευρικά ή σπασμωδικά φαινόμενα αποδίδονται σε δαιμονική πείραξη ή πως τούχουν κάμει μάγια. Η δε απότομη αδιαθεσία με κομμάδα, ωχράδα και χασμουρητό αποδίδεται στο μάτι. Προσωποποΐα επιδημικών ασθενειών ηκούσαμεν κατά παράδοση την εξής: «Μια φορά τον παλιό καιρό ένας χωρικός απάντηξε έξω από το χωρίο Κατούνι,...
Κασιμάτης, Ιωάννης Π.
(
1958
)
Τη θέρμη την ήφερενε Άη Ιάννης ο Πρόδρομος αλλά με τι τρόπο. Ήτονε καμμιά κ’ είχε μια κόρη τραουδίστρα κ’ ετραούδιενε πολύ όμορφα και την εφώναξενε ο βασιλέας να πάη να τραουδήση, που ‘χε τραπέζι και ό,τι χάρι θα του ζητήξη θα τση την κάμη. Ετέλειωσενε το γλέντι λέει, τι θέλις τώρα. Πάει κι αρωτά τη μάννα τζη. Λέει, τ’ άη Ιαννιού τη gεφαλή να φέρη σ’ ένα πιάτο. Όdε το ‘πε του βασιλέα πολύ πειράχτηκενε....
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Πανούκλα= πανώλης= νόσος, λοιμός, λέγεται και θανατικό μεγάλο ή μικρό αναλόγως της φθοράς, εν επήνεγκεν επίσκη ψασα εις την χώραν. Παροιμ. Απ' όξου κόντιλα κι από μέσα πανούκλα επί κράνος όψεως πράγματος έχοντος κακήν την αυγίαν.
Αποστολίδης, Μύρτιλος Κ.
(
1922
)
Σκέλισμα ενόχλησις ή επήρεια προελθούσα εις τινα εκ πονηρού ωνπμάτων, οπότε παίρνουν τον παπά να διαβάση για να φύγη το σκέλισμα.
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
Χολέρα ή ευλογιά
Σαν ήταν το θανατικόν, εβλέπαν εις τον ύπνον των οι αθρώποι τρεις μαυροφόρες. Απ’ αυτές η μια ήταν η Σκουρδούλλα, η άλλη η Χολέρα, κ’ η άλλη η Ευλογιά. Κι όπιον ήγγιζεν η Σκουρδούλλα ηπάθθαιννεν την αρρώστιαν κ’ εγίνουνταμ μαύρος σαν τα ρούχα της και σε τρεις μέρες επέθαινεν. Εγώ εν το ‘φτασα αυτό και μου το’ λεγεν η κερά μου. Μα στες ημέρες μου που ήρταν οι εκλογιές, όσοι επάθασιμ μου λέγασιμ πως...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Κάποτε εψοφούσανε τα βόδια στον Κάμπο (χωριό στη Μεσσαριά) και ετάξανε στον Άγιο Χαράλαμπο να κάμουνε αγρυπνία. Η εκκλησία τον είναι πολύ μικρή. Την νύχτα της αγρυπνίας εξώσανε την εκκλησία με κεριά και εσταμάτησε η αρρώστεια των ζώων.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Ίσκιωμα= πονηρόν όνομα ισκιώνομαι= πάσχω εξ επηρείας πονηρών ονομάτων – ισκιωμένος παθών από ίσκιωμα – Ίσκιωμα= ΄ς το μέρος ένθα συχνάζουν ισκιώματα.
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση