Toggle navigation
Ελληνικά
English
English
Ελληνικά
English
Login
Toggle navigation
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
Homepage
Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
Παραδόσεις
Recent submissions
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Παραδόσεις: Recent submissions
Now showing items 2421-2440 of 6798
«Ακόμα πιο σούρπα ήδα γροικούνε να παίζουνε βιολιά» (περί των νηρηΐδων ο λόγος) «παίζουνε βιολιά (οι ανεραΐδες)».
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Καταφυϊάζω. Τον καταφύϊασαν οι Νεράϊδες= περι ήγαγον εις λιποθυμίαν, αι ναυτίαι.
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α.
(
1920
)
Μια φορά ήταν ένα αντρόγυνο. Γένναγε παιδιά, αλλά στις τρεις μέρες ύστερα από τη γέννα τις τόπαιρναν το παιδί οι Ξεραμένες. Μια φορά ενώ ήταν γεννημένο τριών μερών το παιδί, πήγε ο πατέρας του στο χωράφι. Εκεί ήρθε μια χελώνα μπροστά του. Βαρεί με τη βουκέντρα και την καρφώνει. Μάτωσε η βουκέντρα, μάτωσε και το τσαρούχι του. Το βράδυ που γύρισε, πήγε κι έβαλε τη βουκέντρα πίσω από την πόρτα και τα...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Μια φορά στη Μεσεμβρία ήταν φεγγάρι, αλάλητο τ’ αρνίθι κι μερικές μαζεύτηκαν να πάνε στ’ αμπέλια. Πήγανε ως τα πηγάδια – έτυχεν ένας γάμος νεραγδικός, έτυχε αυτές οι γυναίκες να περνούν. – Σταθήτε, λενε, τώρα, αφού ετυχέτε στο γάμο μας, να σας φιλέψουμε κι όλα. Αυτεί τις έβαλαν φαγιά με γαϊδαροκούρελα να φάνε, μα εκείνες βουβές δεν εφαγάνε. – Τώρα, λέει, ενδεκούλα δωδεκούλα, όλες θα σας επεράσουνε....
Μέγας, Γ.
(
1937
)
Ανεραϊδα πληθ. Ανεράϊδες. Αλλαχού λέγεται Νεράϊδα, Ανεραδιάζω (-όμαι): φέρομαι ως νεράϊδα, ως τρελλός.
Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ.
(
1889
)
Οι Νεραγίδες ορίζουνε, δεν ξέρω πόσα, μέτρα. Τα πέρασες εκείνα, πάει, γλύτωσες. «Τζίν» τσ’ λέγανι αυτήνες. Σαράντα βήματα μακρυά δε bορούνι να σ’ ακλουθήσουν. Στη Νεραγίδα δε bιάνουνε σταυροί κι τέτοια. Να φύγ’ς μονάχα. Αυτές άμα σι πιάσ’νε στα χέρια, dως, σι χορεύνε κι σι πνίγουν.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
«Είδε ένα στήθ’ θεμωνιά ο Ζαχαρίας και του ΄γνεφε να παν’»= είδε φάντασμα, όπερ ένεκεν αυτώ να υπάγω, ήτο δε το φάντασμα φταγκάνη κ την ανεραΐδα. Φραγκάκι, το= νεράιδα: «κάτι φραγκάκια, είδε ένα στήθ’ θεμωνιά ο Ζαχαρίας και του γνεφε να πάη».
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1920
)
Είχαμ’ ένα μέρος, Μασάτ’ το λέγανε. Πήγι μια γυναίκα να πλύν’. Πήγαινε την αυγή, μισάνυχτα, κι ήπαιρνε ξύλο κι έβανε στη γούρνα, να πιάσ’ νοbέτ’. Τη bιάσανε Νεραγίδες κι την dραυήξανε μέσα. Κατά πόδι της πήγε άλλη, και την είδε. Έτρεξε κι φώναξε τσι bαξεβανοί και τη βγάλανε πινιγμένη.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
Ανεράγδα (η). Για γδες είναι σαν ανεράγδα. Η λέξις αύτη παραδόξως παρ’ ημίν σημαίνει δύσμορφον γυναίκα. Λέγω παραδόξως, διότι οι Νεράϊδες θεωρούνται τα ιδεώδη της καλλονής.
Μαρινάτος, Σπ.
(
1918
)
Νεραϊδιαρικο
Σακελλαριάδης, Χ.
Τρίστρατο (το): μέρος διασταυρώσεως τριών οδών. Ο λαός πιστεύει ότι εκεί ακριβώς κάτωθεν οι Νεράϊδες έχουν στρωμένο τραπέζι και τρώνε κι όποιος τυχόν πατήσει άνωθεν υφίσταται κακά.
Δαλιάνης, Νικόλαος Κ.
(
1930
)
Νεράϊδες στο λουτρό
Μια φορά ήταν της νουνάς μου κόρ’ αρραβωνιασμένη και θανά παν σε γάμο. Και έτυχε κείνη λαφροστοιχειώτισσα και κακοπάθισε. Έμορφη πολύ ήτανε και τα μαλλιά της μακριά και φαίνεται θα την έπιασε ο ήσκιος της και τελείωσε σε 24 ώρες. Όποιος ήταν Σεββατιανός, εκείνος φάνταζε, φαίντας γυναίκες, σκύλοι.
Μέγας, Γ.
(
1937
)
Νεράϊδες
Εις τα Βρυσίδια βγαίνουν Γεραγίδες και πιάννουχ χορό κι όποιος τας δη τον τραβούν κ’ ευτόν εις τοχ χορόν ως το πρωΐ και το πρωΐ τον αφήννουσι ξερό. Εις το Ρηχό κάθισμα βγαίννει μια γριά Γεραγίδα και γυρεύγει την αιγάν της και της λεν «Έρκεσαι παραμάνα;» κι όποιος δεν την το πη πεθθαίνει. Εις την Τάγκλαν είναι μια μεγάλη κουράλλα γεμάτη από κοραζζίνες και γλάρους που ‘χουν τις φωλλεές των και λέγουν...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Μιαμ φουράν ησήγεν έναλ λεύτερου ‘ς κην πηγήν να θερί η μουναχούς, είχεν τσιόλας μαζζίν του έναμ παγιαύλι τσ’ άμα ην να κουραστή, ην να πγιάνη του παγιαύλιν να πάλλη. Μια βραδειά τσει που παιζζε του παγιαύλι ήρταμ μπρουστά του Μιλιγκάνες τσ’ εχόρεβγαν. Κην άλλην ημέραν τόπεν της μάνας του τσι τσείνη του ‘πε. «Βρέ συ, εν ημπουρείς να πγιό ης καμιάν να κην πάρης γυναίκας σου; Κήν άλλων ημέραν πάλι...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Ανεράα
Ερωτόκριτος, Ιωάννης
(
1920
)
Τα ξωτ΄κα τς Μπούριας
Απκάτ από τον Αϊ – Μνά τς Στράτσιανης είναι μία σπλιά μεγάλ’ και σκοταδερή, πόχ’ δυο ρούπες ίσα που να χωράη άνθρωπο να μπαίν’ τ’ απίκουπα, να ζβαρνίζεται μέσα και να βγαίν’ απ’ την άλλ’ ρούπα. Μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι μια Χάρ’ που παίρν’ τς θέρμες απ’ τς θερμασμένους και γιατρεύονται τα μαραζιάρ’κα παιδιά που δεμ πιάνουντ’ από κριγιάσ’, όσ’ έχουν κιτρινάδα και σπλήνα, οσουνούς έπεσε το χουλιαράκ’...
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1929
)
Νεραΐδα= Νηρηΐς, Ξωτικαίς Νεραΐδαις (εξωτικός) κι ξωτικό στοιχειό
Λάσκαρης, Ν.
Μαϊσσοτόπ (το)= μέρος, ένθα πιστεύεται ότι διαμένουσι Νύμφαι, Μαϊσσούμαι= χάνω τον νούν μου, γίνομαι νυμφόληπτος, Αναράδινοι (οι) και Αναράνιδαις (αι)= νύμφαι. Νεράϊδες. Αιταί λέγονται (ίσως κάτ’ ευφημισμόν) και κατ’ εμάς καλοί), Αραράϊδεανος= Αναράδινοι.
Παπανανιάδης, Ελευθέριος
(
1896
)
Ανερούσα= (θηλ.) νεράϊδα θαλάσσης
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α.
(
1916
)
Ο συναντήσας νεράϊδα γίνεται άλαλος.
Άγνωστος συλλογέας
(
1892
)
«
»
Search Digital Repository
This Collection
Browse
All of the Digital Repository
Archive & Collections
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
This Collection
Place recorded
By Time Recorded
Authors
Lemma
Legend classification (acc. Politis)
Source index
Titles
My Account
Login