• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 1249

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Έχομε ένα σπίτι στο χωριό. Εγέννησα το πρώτο μου παιδί τριώ μερώ λεχού. Εκεί το λοιπό που κοιμούτανε μες στη κρεββατοκάμαρη είχε θράπα (=κατεβατή στο υπόγειον). Εκεί το λοιπό βλέπω μια χέρα χωρίς κορμί και παίρει το παιδί από δίπλα μου και το ‘βαλε χάμαι. Εγώ χωρίς να μιλήσω, σκύβω, και πιάνω το παιδί όμορφα όμορφα και το βάλω δίπλα μου. Δεν εμίλησα γιατί είχα ακούσει από τη μάννα μου πως όταν μαντατέψης το στοιχειό θα σε βλάψη. Εγώ άμα ‘ξημέρωσένε, είπε δε θα ξανακοιμηθώ σ’ αυτή την κάμαρη. Πήγα το λοιπό κ’ εκοιμήθηκα με το μικρό στη σάλα. Η μαμά μου λέει: Γιατί ‘ρθες εδώ; Πες μου τι τρέχει; Λέω της δεν μπορώ να σου πω, φοβούμαι. Αφού μ’ ανάγκασένε της είπα. Είδα μία χέρα της λέω από τη θράπα και μου πήρε το παιδί δίπλα μου και το ‘βαλε χάμαι. Λέει η μαμά μου: Παλαβή φοβήθηκες; «Είναι το καλό του φούρνου». (Λένε πως όταν υπάρχη φούρνος μες στο σπίτι, υπάρχει στοιχειό). – Εγώ τίποτις. Εκοιμήθηκα στη σάλα την νύχτα που κοιμηθήκαν όλοι θωρώ ένα πάλι χέρι και με τρυπούσενε ‘πα στα κρέατα. – Φώναξα: Μαμά. Μαμά. Σηκώνεται η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου μου ρίχνουν αγιασμό, φέρνουν κόνισμα και χάθην το κακό. [ χωριό= πρόκειται περί της σημερινής Πρωτευούσης της Λέρου] 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Το τσατάλι ήκαμε το διάολο κ’ ήσκασενε. Μια φορά ο διάολος είδεν ένα χωράφι σκαμμένο κ’ εκοίταζε να ΄βρη τσι παδουλιές αυτουνού που το σκαψε, μα δεν ηύρηκε καμμιά, γιατί το ‘χενε σκάψει με το τσατάλι. Από το κακό του ήσκασε. Ο σκάπτων την γην με το τσατάλι σκάπτει αντιστρόφως ή ο σκάπτων με την αξίνην. Ο πρώτος δηλ. ίσταται επί του χέρσου, εμπηγνύει δια της πιέσεως του δεξιού ποδός το τσατάλι εντός της γης και ρίπτει το χώμα έμπροσθέν του. Τοιουτοτρόπως σκάπτει χωρίς να αφίνη ουδέ το ελάχιστον ίχνος ποδός επί του εσκαμμένου. Ο διάβολος, κατά την παράδοσιν, μη δυνηθείς να εξηγήση το πράγμα, έσκασε. [παδούλιες= Πατημασιές, τα ίχνη των ποδιών του] 

Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)
Thumbnail

Εδώ και εξήντα χρόνια έπεσε στους Αντιπάξους ένα καράβι Τούρκικο από κείνα, που ερχόντανε να πάνε να καταστρέψουνε το Μαυροβούνι. Είχε πέσει απάνου στα Δασκάλεια. Από κει, δεν ξέρω πως, ένας Τούρκος εβρέθηκε εδώ στον κάβο και των ωνομάσανε «Ο κάβος του Τούρκου» (πολλή φουρτούνα). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
Thumbnail

Μολογάνε ότι όποιος έβαλε να φάη κρέας ‘κείν’ την ημέρα (τ’ άη Γιαννιού, 29 Αυγούστου), έβρηκε χέρι ή ποδάρ, μέσα στη ζ’μαρόπιττα (που έβαλαν βούτυρο ή ξινότυρ’) και δεν το ‘φαγαν. Βρήκαν δάχτυλο μέσα στο κρέας που έβραζαν και δεν ξαναρτύθηκε κανένας. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Στην πατρίδα τη Δρόβιανη Βορείου Ηπείρου και στη θέση Παναγία της Κάτω Δρόβιανης έβγαινε πολύ νερό, σωστό ποτάμι, που με το νερό του δούλευαν και νερόμυλοι στο μέρος εκείνο. Εκεί δούλευε ένας μόνο μυλωνάς, που είχε μια μοναχοκόρη. Ένα Μέγα Σάββατο καθώς ήτανε στο μεσοχώρι ερώτησε τους συχωριανούς του όταν έχη ένας ένα καλό μανάρι τι το κάνει το τρώει ή το πουλάει. Όλοι του απήντησαν το τρώει. Το βράδυ συνευρέθη με την κόρη που και την ίδια στιγμή διηγούνται οι Δροβιανίτες βούλιαξε ο μύλος και χάθηκε και το νερό. 

Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (1953)
Thumbnail

Στην Καζάρμα, σπίτια-φυλάκια του Τουρκικού στρατού, στα σύνορα. (μένει ακόμα το χτίριο). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Ο Μανώλης ήταν ένας γεωργός απ’ τ’ Άγραφα. Μια νύχτα γλέπ’ στον ύπνι του ένα παράξενο όνειρο. Είδε πως του παρουσιάστηκε τάχα ένας άνθρωπος στ’ άσπρα ντυμένος, με άσπρα μαλλιά και γένεια, πολύ ψηλός και του λέει :Τι κάθεσαι Μανώλη ; -Τι θέλ’ς να κάμω ; -Να , τι να κάμης. Θα σφάξης το βόιδι σου, θα πάρης το τομάρι του και θα πάς στην Πόλη και θα γίνης πλούσιος! Την αυγή που ξύπνησε ο Μανώλης, θυμήθηκε το όνειρο και του φάνηκε πολύ περίεργο, αλλά δεν έδωκε και πολλή σημασία. Την άλλη βραδυά ξαναγλέπ’ το ίδιο όνειρο. Άρχισε να συλλογιέται του μπήκαν τώρα… οι ψύλλοι στ’ αυτιά! Πίσω μ ; διάολε! Είπε. Και την Τρίτη τη βραδυά, πάλι ο ίδιος άνθρωπος του λέει, σα να τον μάλωνε τώρα. Εδώ είσαι ακόμα Μανώλη ; Μη χασομεράς! Να κάμης ότι σου είπα και αμέσως χάθηκε ! Ο Μανώλης τώρα έβγαλε την απόφασι. Άς πάη στον κόρακα, είπε ότι θέλει άς γίνη. Έτσι κι’ έτσι φτωχός είμαι. Τόσφαξε λοιπόν το βόιδι του και έπειτα από λίγες μέρες,αφού έσαξε το τομάρι , όπως χρειάζεται, για να είναι κατάλληλο για πούλημα, ξεκίνησε πεζός. Μετά από δεκαπέντε μέρες έφτασε στην Πόλη. Άρχισε τώρα να ντιλαλάη το εμπόρεμά του.’’Εδώ ο τομαράς, εδώ ο τομαράς!’’ Του φώναξει ένας. Έ ,πατριώτη πόσο το τομάρι ; Αν είχε τότε το τομάρι μια λίρα, ο Μανώλης ζητούσε δύο χιλιάδες λίρες! Ο αγοραστής κούνησε το κεφάλι του και τράβηξε το δρόμο του.Ξαναφώναζε πάλι ο Μανώλης. Εδώ ο τομαράς κι’ άλλος το τομάρι1 Κάμποσοι αγοραστές παρουσιάστηκαν, αλλά μόλις άκουγαν αυτή την τιμή, γελούσαν είς βάρος του και δεν τούδιναν καμμιά απάντησι. Ο Μανώλης άρχισε ν’ απελπίζεται! Τέλος μια μέρα του φωνάζει ένας μπέης. Έ, τομαρά, πόσο πουλάς το βοιδοτόμαρο ; Δύο χιλιάδες λίρες, μπέη μου. Τον πλησιάζει ο μπέης δύο χιλιάδες λίρες ; Είσαι καλά από μυαλό ή μήπως σούστρεψε η βίδα ; Ούτε μια δεν έχει και συ ζητάς δύο χιλιάδες ; Όχι είμαι καλά μπέη μου, αλλά θα σου πώ την αλήθεια. Και του διηγήθηκε το όνειρο. Εγέλασε με την καρδιά του ο μπέης και τον ρωτάει. Πως σε λένε, πατριώτη και από πού είσαι ; - Μανώλη κι’ είμαι απ’τα’ Άγραφα. – Με τα όνειρα πάς, Μανώλη, να γίνης πλούσιος ; Μα αν είναι έτσι, τότε να σου διηγηθώ κι’ εγ’ω ένα τέτοιο όνειρο σαν το δικό σου. – Πότε το είδες μπέη μου ; - Την παραμονή του προφήτου Ηλία. – και εγώ την ίδια βραδυά το είδα. – Λοιπόν, εδώ και κάμποσα χρόνια, σαν φίλος του Αλή πασά, διωρίστηκα απ’αυτόν γενικός ντερβέναγας στ ‘ Άγραφα και ξέρω καλά όλα τα κατατόπια της πατρίδος σου. Γλέπω λοιπόν στον ύπνο μου, πως στάθηκε απάνω από το κεφάλι μου, ένα πλάσμα σαν φάντασμα και μου λέει : ’’Σήκω και πήγαινε στ’ Άγραφα στο μεγάλο δάσος- τον Ελατιά- και στη θέσι ‘’Λυκοχορός’’ θα ιδής τρία έλατα πολύ ψηλά που σχηματίζουν σαν τρίγωνο. Εκεί κοντά υπάρχει μια κοτρόνα πολύ μεγάλη, που δύσκολα πέντε άντρες θα μπορέσουν να την κυλίσουν. Κάτω από την κοτρόνα, είναι θησαυρός μέγας! Τι λες , Μανώλιη, με το όνειρο θα γίνω πλούσιος ; - Άστραψαν για μια στιγμή τα μάτια του Μανώλη από η χαρά του. Κατάλαβε τώρα καλά-καλά, ότι και τα δύο όνειρα, το ίδιο το νόημα έχουν. Προσποιήθηκε όμως το βλάκα! –Έχεις μεγάλο δίκηο, μπέη μου, είπε, τα όνειρα ξεγελάν τον άνθρωπο. Αργά το κατάλαβα. Την έπαθα ο έρ’μος! Πάει το βοιδάκι μου ! Πάρε το τομάρι και όσο θέλεις, δόσε μου και να φύγω για το σπιτάκι μου. Να, δυό λίρες-φτωχός είσαι, νηα ψωνίσης ότι χρειάζεσαι, γιατί σε περιμένει μεγάλη στράτα! Σε ευχαριστώ πολύ ,μπέη μου . Ο Μωχάμετ πάντα καλό να σου δίνη. Ο θεός σας αγαπάει σας τους Τούρκους, γιατί είστε μπερικετλήδες. Τσούξανε και από κάνα-δυο καραφάκια τσίπουρο και αποχαιρετιστήκανε. Έπειτα από αρκετές μέρες, έφτασε στ’ Άγραφα ο Μανώλης. Αφού ξεκουράστηκε καλά, μια θεοσκότεινη νύχτα, παίρνει ένα λοστό, ένα τσαπί και το ταγάρι του με το ψωμί και τραβάει για τον Ελατιά και το Λυκοχορό! Βρίσκει τα τρία έλατα και την τρανή κοτρόνα. Και κάνοντας αρχή, ξεχώνει με το τσαπί λίγο την κοτρόνα ολόγυρα. Παίρνει ύστερα το λοστό και πολεμάει να την κυλίση. Παιδεύτηκε σχεδόν μισή ώρα και ο ίδρωτας επήγαινε βρύση. Αρχίζει να κουνιέται τώρα η κοτρόνα και να τριζοβαλάη! Κουράγιο, Μανώλη! Λίγο ακόμα και την καταφέραμε! Για μια στιγμή, παίρνει μια ανάσα βαθειά, βάζει όλη τη δύναμί του και την πετάει από κει.Χωρίς να χάση ούτε στιγμή, σκάβει με το τσαπί του και βρίσκει ένα κιούπι (πιθάρι) πολύ μεγάλο, σαν κείνο που βάζουν το λάδι μέσα, όταν το φέρνουν από λητροβιό. Άμα το ξεκούπωσε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Θάμπωσαν τα μάτια του! Το κιούπι ήταν γεμάτο όλο ντούπιες- χρυσά πεντόλιρα! Φαντάζεσθε τώρα τη χαρά του Μανώλη! Χαλάλι του, είπε, ο δρόμος πόκαμα στην Πόλη! Με κάμποσες στράτες που έκαμε και εγέμιζε το σακκούλι του με το χρυσάφι, το άδειασε το πιθάρι! Έχτισε δύο καινούργια σπίτια, αγόρασε χτήματα και πολλά πρόβατα και επλήρωσε ένα μηχανικό πολλά χρήματα και έφκιασε ένα ογιοφύρι στον Αγραφιώτη, που χύνεται στον Αχελώο. Περνούν και σήμερα οι διαβάτες από το ογιοφύρι αυτό και τον σχωράνε. Έμεινε το ‘ονομά του αθάνατο. Και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να λένε : Πέρασα στου Μανώλη το διοφύρι! Ο Μανώλης σαν νέος που ήταν, έπρεπε να αποκατασταθή. Εδιάλεξε λοιπόν ένα από τα πιο νοικοκυρεμένα και όμορφα κορίτσια, που του έταζαν και στο γάμο του εκάλεσε δεκαπέντε χωριά και με την εντολή, ότι όλα τα έξοδα θα είναι δικά του. Παράγγειλε και ήρθαν όλα τα όργανα της περιφέρειας, νταούλια και ζουρνάδες. Οι νοικοκυράδες έφεραν μονάχα πίττες και γλυκίσματα, και οι τσελιγκάδες από τα δικά τους φρούτα- το περίφημο τυρί των Αγράφων, μυζήθρα χλωρή και θαυμάσιες γιαούρτες. Τα τραπέζια στρώθηκαν στα λιβάδια του βουνού και σε ύψος 2.000μ. Τα κλέφτικα τραγούδια και οι χοροί, πότε με το στόμα και πότε με τα λαλούμενα, δεν έπαψαν μέρα και νύχτα μέσα σε δεκαπέντε μέρες! Έγινε τέτοιο γλέντι, που βούιξε όλος ο τόπος και μαθεύτηκε ο γάμος αυτός όχι μόνον σ’ όλη τη Ρούμελη, αλλά σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα. Και ξέρεις, παιδί μου, τι λένε για τον γάμι αυτόν ; ότι ο Μανώλης έσφαξε τόσες γίδες, ώστε μόνον οι σιούτες (αι μη κερασφόροι) ήσαν χίλιες!! Η ιστορία του Μανώλη, μου είπαν όλοι οι εν χορώ-ήταν όχι μόνον έξοχη, αλλά φαίνεται και αληθινή, γαιτί υπάρχει και σήμερα του Μανώλη το δγιοφύρι στον ποταμό Αγραφίώτη. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ. Μας υποσχέθηκες όμως να μας διηγηθής και για τον καπετάν- Τσάμ- Καλόγερο! – Πολύ ευχαρίστως. Δε χαλάω χατήρια! 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

“Το φεγγάρι και ο ήλιος ήταν κάποτε φίλοι και βάδιζαν στον ουρανό χέρι με χέρι. Μια μέρα όμως μπροστά σε μια βρύση μάλλωσαν για το ποιός φέγγει περισσσότερο. Μέτα από τα λόγια, πιάστηκαν στα χέρια και σε μια στιγμή ο ήλιος άρπαξε μια φούχτα λάσπη και την πέταξε με θυμό στα μούτρα του φεγγαριού. Από τότε πιά χώρισαν και φροντίζουν ποτέ να μην συναντιώνταιστον ουρανό. Οι λάσπες φαίνονται μέχρι σήμερα στα μούτρα του φέγγαριού.” 

Βλάχος, Αναστάσιος Δ. (1953)
Thumbnail

Η Αγία Μαρίνα παρουσιάσθη ως μια μαυροφόρος γυναίκα στον ύπνον ενός νέου στον Εύδηλον την νύκτα της 16 – 17 Ιουλίου 1912 και τούπεν. “Ξύπνα κείνο πούθελες τόσα χρόνια να γίνη θα γίνη σήμερα.” Εις ερώτησιν του ποία ήτο Απήντησε. “Δεν με γνωρίζεις είμαι η Μαρίνα από την Αραθόσα” 

Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (1955)
Thumbnail

Παραδόσις του Κυπριακού λαού αρκετά διαδεδομένη είναι οι καλικάντζαροι. Αυτή η παράδοσις λέγει ότι από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα υπάρχουν φαντάσματα, βρυκόλακες, που φανερώνονται συχνά στους αμαρτωλούς. Οι Καλικάντζαροι αυτοί παίρνουν διαδόρους μορφάς. Να μια ιστορία σχετική : Μια γυναίκα, αφού κατευόδωσε τα ξημερώματα τν άνδρα της που επήγαινε στο περιβόλι, επερνούσε από την αυλή της για να πάη στο σπίτι. Ξαφνικά είδε μια όρνιθα και επειδή ενόμισε πως ήτο δική της πήγε να την πιάση. Πετάχτηκε όμως η όρνιθα και πήγε κοντά στο πηγάδι. Άπλωσε ξανά χέρι της η γυναίκα για να την πιάση, αλλά αυτή όλο και κόντευε προς το πηγάδι. Τότε κατάλαβε πως ήταν κακό πνεύμα, σταυροκοπήθηκε, ψιθύρισε μερικές προσευχές και αμέσως το κακό πνεύμα χάθηκε. Για να εξαφανισθούν οι καλικάντζαροι πρέπει να ‘’καλαντίση ‘’ο ιερεύς τα Φώτα με τον αγιασμό. 

Τιγγιρίδου, Γεωργία (1959)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 125
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (1249)ΣυλλογέαςΛουκάτος, Δημήτριος Σ. (407)Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (147)Ήμελλος, Στέφανος Δ. (130)Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (100)Ζερβός, Ιωάννης (86)Κασιμάτης, Ιωάννης Π. (40)Βλάχος, Αναστάσιος Δ. (25)Μερεμέτη, Δήμητρα (25)Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (20)Καλησπέρης, Λουκάς Ι. (19)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΚάλυμνος (86)Νάξος, Φιλώτι (84)Παξοί (74)Ιθάκη (60)Κύπρος (54)Λέρος (47)Καρδίτσα, Ρεντίνα (45)Κύθηρα (40)Καρδίτσα, Αηδονοχώρι (39)Καρδίτσα, Θραψίμι (37)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1959 (477)1958 (336)1957 (94)1956 (76)1955 (42)1954 (11)1953 (135)1952 (43)1951 (25)1950 (10)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.