• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 1068

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Τέσσαρας περίπου ώρες από τον Πύργο ευρίσκεται η ιστορική μονή του «Φραγκοπηδήματος», μια Μονή δια την οποίαν έπρεπε να γράφουν πολλά και όμως σχεδόν τίποτε το αξιοσημείωτον περί αυτής δεν εγράφη, τίποτε περί της ωραίας ιστορία της. Η ιστορία της Μονής αυτής χωρίζεται σε δύο μέρη : Εις το ιστορικόν του βράχου, επί του οποίου ευρίσκεται η μονή, και εις το ιστορικόν αυτής ταύτης της Μονής. Περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» η ιστορία αναφέρει τα εξής καταπληκτικόν, το οποίον εσημειώθει κατά το έτος 1205, ήτοι προ 732 και πλέον ετών : ΑΚτά το έτος αυτό, ως γνωστον, εγένετο εν Ελλάδι η Γ’ Σταυροφορία. Η Σταυροφορία αυτή, της οποίας ηγείτο ο Γάλλος πρίγκηψ Σταμπολίτ, κατέλαβε την αρχαίαν Ήλιδα και τμήμα του στρατού του επεξέτεινε την κατοχήν μέχρι του ως άνω βράχου, με αντικείμενικον σκοπόν την κατάληψιν νεών εδάφων προς το χωριόν Βούναργον, το οποίον απέχει του Πύργου περί τας 3 ώρας. Και η κατάληψις ίσως και του Πύργου θα επραγματοποιείτο εάν δεν εμεσολάβει ένα καταπληκτικόν γεγονός αποδοθέν εις θαύμα. Ούτω, του τμήματος στρατού, όπερ έφθασεν επί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος» ηγείτο εις «Φραγκος» αξιωματικός ονόματι Νικόλαος. Ο αξιωματικός αυτός έφιππος καθώς ήτο, διέταξε προέλασιν των υπ’ αυτόν στρατιωτών και τυφλωμένος από την κατακτητικήν μανίαν του, έσπευσεν να προχωρήση πρώτος, νομίζων ότι και πέραν του βράχου το έδαφος ήτο ομαλόν. Ως ήτο επόμενον όμως, κατέπεσεν εις τον κάτωθι του βράχου απότομον κρημνόν και εις βάθος 200 περίπου μέτρων. Παραδόξως ούδεν έπαθε και σώος ανερριχήθη επί του βράχου, διετάξας την μη περαιτέρω προέλασιν του στρατού του. Κατά την πτώσιν του αξιωματικού τούτου εκ του βράχου εις τον κρημνόν, όπληξ του ίππου του άφησεν ίχνη επί του εδάφους, τα οποία οι κάτοικοι Βουνάργου μέχρις εσχάτων ακόμη επεδείκνυον εις τους επισκεπτομένους τον βράχον του «Φραγκοπηδήματος», ονομασθέντα ούτω, διότι εξ αυτού «επήδησεν ο Φράγκος»! Εις το σημείοναυτό ο θρύλος ουδέν αναφέρει, εάν μετά του αξιωματικού ερρίφθησαν εις τον κρημνόν και οι ακολουθούντες αυτόν στρατιώται. Παρέχεται μόνον η διευκρίνισις ότι οι στρατιώται αντελήφθησαν εγκαίρως τον κάτωθι του βράχου χαίνοντα κρημνόν και διέφυγον τον κίνδυνον της κατακρημνίσεως των. Κατ’ αντίκρουσιν όμως προς το ανωτέρω ιστορικόν περί του βράχου τούτου, ο θρύλος αναφέρει άλλα πράγματα. Ούτως ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εις τον κρημνόν, εδιώκετο υπό των Τούρκων και όταν έφθασεν εις το σημείο του κρημνού, τον οποίον εγνώριζεν, έκαμε το σημείον του Σταυρού, εψιθύρισε : «Άγιε μου Νικόλαε, σώσε με και θα σου κτίσω μιαν εκκλησίαν» και ευθύς αμέσως ερρίφθη εις το κενόν δια να αποφύγη την δίωξιν των Τούρκων, χωρίς να πάθη τίποτε όταν έφθασεν επί του εις βάθος 200 μέτρων εδάφους. Ο θρύλος προσθέτει ακόμη ότι το πέταλον ενός των ποδών του ίππου του καταπέσοντος αξιωματικού απέτυπώθη επί μιας πλάκας επί μιας πλακός, ήτις σώζεται και σήμερον και φαίνονται τα ίχνη του πετάλου. Πάντως, είτε η μία, είτε η άλλη εκδοχή είνε αληθής παραμένει βεβαιωμένον το γεγονός ότι ο Φράγκος αξιωματικός, κατάπεσεν οπωσδήποτε εκ του βράχου χωρίς να φονευθή, δι’ ό και απεφάσισε την ανέγερσιν ναΐσκου ως θα ίδωμεν αμέσως κατωτέρω. Αυτά αναφέρει ο θρύλος περί του βράχου του «Φραγκοπηδήματος». Επί του βράχου όμως τούτου σώζονται ακόμα τα ερείπια ενός ναΐσκου, ο οποίος όμως, όπως αναφέρει πάλιν ο θρύλος, παρέμεινεν ημιτελής και ως θα ίδωμεν κατωτέρω, κατασκευάσθη έτερος ναΐσκος εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας, ένθα η σημερινή Μονή. Το ιστορικόν του τε ναΐσκου και της Μονής έχει ως ακολούθως : Ο Φράγκος αξιωματικός, ο οποίος κατέπεσεν εκ βράχου, απέδωσε την διάσωσιν του εις τον προστάτην του Αγίου Νικόλαον. Και όχι μόνο ανέκοψε πάσαν κατακτατικήν προέλασιν, αλλ’ απεφάσισε να κατασκευάση και ναΐσκον επί του βράχου προς τιμήν του Αγίου Νικολάου. Ολόκληρος όμως η περιοχή ήτο τοσούνος ανώμαλος, ώστε καθίστατο λίαν δυσχέρης η μεταφορά επί του βράχου των οικοδομήσιμων υλικών. Οι εργάται, κατόπιν τούτου, δια να απαλλαγούν του μαρτυρίου αυτού, εμηχανεύθησαν το εξής ψεύδος : Μια νύκτα μετέφερον κρυφίως τα εργαλεία των εις απόστασιν 20 λεπτών της ώρας επί ομαλού εδάφους και την πρωίαν της επομένης διέφωσαν ότι δήθεν κατάπληκτοι ανεύρον τα εργαλεία των, εις ο μέρος τα είχον βεβαίως μεταφέρει αυτοί από της παρελθούσης νυκτός. Η ιστορία αυτή της μυστηριωδούς εξαφανίσεως των εργαλείων και της ανευρέσεως των την επομένην εις άλλο μέρος, επαναλήφθη επί πολλάς ημέρας. Το κόλπο αυτό των εργατών έπιασε και ο εύπιστος Φράγκος αξιωματικός, υπείκων εις τας εισηγήσεις αυτών, εδέχθη όπως ο ναΐσκος κατασκευασθή εις το μέρος, ένθα ανευρίσκοντο τα μυστυριωδώς την νύκτα εξαφανιζόμενα εργαλεία των εργατών. Η κατασκευή του ναΐσκου τούτου και των παρ’ αυτό κελλιών της Μονή επερατώθη κατά το έτος 1235 περίπου, δεδομένου ότι αι εργασίαι διεκόπησαν πολλάκις επ’ αρκετόν χρόνικόν διάστημαν. Εις εν εκ των κελιών τούτων έζησε μονάζων επί 10 περίπου έτη. Η Μονή «Φραγκοπηδήματος» επί πολλά έτη διετέλεσε Μετόχιον της Μονής Δίβρης. Κατά το έτος 1798, ο αείμνηστος εθνομάρτυς Γρηγόριος Ε’ ανεκήρυξε την Μονήν ταύτην αυτοτελή και αυτοδιοίκητόν και ως τοιαύτη παρέμεινε μέχρι του 1840. Από της εποχής ταύτης, εισηγήσει του Αχαΐας Μελετίου και λόγω των πολλών ληστειών και λεηλασιών, αίτινες εγίνοντο εις την Μονήν, συνεχωνεύθη αυτή με την Μονή Σκαφιδιάς. Τέλος εν έτει 1930 ανασυνεστήθη αυτή υπό του νύν Μητροπολίτου Ηλείας κ. Αντωνίου ως Μονή καλογραιών και ετέθη υπό την πνευματικήν ηγεσίαν της οσιωτάτης μητρός Μαρκέλλας. Ήδη εν τη Μονή ταύτη παραμένουν 9 μοναχαί, έτεραι δε τρείς εις το εν τη Μονή ταύτη άνηκον Μετόχιον της «Παναγούλας», παρά το χωρίον Αλποχώριον. Δια την μονήν του «Φραγκοπηδήματος» ας σημειωθή και τούτο το σπουδαίον : Κατά την επανάστασιν του 1821 προσέφερε δυο Πελοποννησίους στρατηγούς, τον Κυπριανόν και τον Νάρκισσον Πετρόπουλον ή Ρηγανάκον. Περί αυτών ασχολείται λεπτομέρως ο Φωτάκος εις το σύγγραμμααυτού «Βίοι επιφανών Πελλοπονησίων ανδρών». 

Κουμπάτης, Γ. Ι. (1937)
Thumbnail

Τα βαγένια τα χρίζουνε μπροστά απο τα Σκαλικανζόημερα (πριν έρθουν τα 12ημερα)γιατί τα Σκαλικανζέρια κατουράνε μέσα. 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Μέσα στην τρύπα του σπηλαίου του Σεντόνη μπήκε μια νύχτα ένας κλέφτης. Βαστούσε μαζύ του ένα κλεμένο πρόβατο και τον ακολουθούσαν δυο σκύλοι. Σαν μπήκε στο σπήλαιο, έσφαξε το ζώο, το έγδαρε, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψένη στη σούβλα. Σε λίγη ώρα όμως, να και βγαίνει από της σπηλιάς το βάθος ένα παιδάκι ολόγυμνο. Σιμώνει στη φωτιά να ζεσταθή κι αρχίζει να κουβεντιάζη με τον κλέφτη. – Ποιος είσαι, μπάρμπα; Τον ρωτάει. – Ο «Κυργιαπατός» μου, (ο εαυτός μου), απάντησε αυτός. – Δος μου και μένα, μπάρμπα, κρέας, του λέει ύστερα. – Άμα ψηθή, του αποκρίνεται ο κλέφτης. Μα το παιδί άρχισε να κλαίη, κι ο κλέφτης, επειδή δεν μπορούσε να το ακούη, έκοβε και του έδινε κάθε τόσο ένα κομμάτι κι ας ήτανε μισοψημένο. Το παιδί το έτρωγε αμέσως, ώσπου στο τέλος τούφαγε όλο το αρνί και ζητούσε ακόμα. – Δος μου, μπάρμπα, κρέας! Φώναζε και ξαναφώναζε. Ο κλέφτης κατάλαβε τότε πως το παιδί εκείνο ήταν ξωτικό ή διάβολος. Περνάει λοιπόν στη σούβλα την προβιά από το αρνί κι αρχίζει να την γυρίζη στη φωτιά. Το παιδί έκλαιγε και φώναζε πάντα: - Δος μου, μπάρμπα, κρέας!... Ο κλέφτης σαν ψήθηκε η προβιά καλά, του δίνει άξαφνα μια μ’ αυτή στο κεφάλι, πηδάει όξω από τη σπηλιά και φεύγει. Σαν βγήκε ο κλέφτης από την τρύπα, έτρεξε κατά το χωριό. Το παιδί βγήκε κι αυτό έξω από το σπήλαιο κι όλο έκλαιγε και τσίριζε: - Ώχ! Ώχ! Μ’ εχτύπησαν! Απέναντι από το σπήλαιο, σε 2 – 3 μιλίων απόστασι, είνε του Γαβριλιού το φαράγγι. Το φαράγγι αυτό είνε κατοικητήριο των δαιμόνων. Καθώς λοιπόν περνούσε ο κλέφτης από κοντά, άκουσε μεγάλο θόρυβο, και ξεχώρισε μάλιστα μια φωνή να λέη: - Ποιος σε χτύπησε, μωρέ; - Ο Κυργιαπατός μου! αποκρίνεται το παιδί. – Α, σαν χτυπήθηκες μοναχός σου, ίντα να σου κάμω εγώ! Του ξανάπε η φωνή. Τότε το παιδί κατάλαβε τι εσήμαινε η λέξις «Κυργιαπατός μου» και απάντησε αμέσως: - Με χτύπησε ο μπάρμπας που έψηνε κρέας στην τρύπα, και να τος που πάει κάτω τρεχάτος. Την ίδια στιγμή ο κλέφτης άκουσε ένα τρομερό βουητό μέσα στο φαράγγι, κρότους από αλυσσίδες και μια φωνή δυνατή να λέη: - Απάνω του, μωρέ! Ο κλέφτης πηδάει τους γκρεμνούς και φεύγει – φεύγει. Οι σκύλοι του όμως στέκουν, αλυχτούν άγρια και εμποδίζουν τους διαβόλους να τον πλησιάσουν. Σε λίγη ώρα όμως σκάει ο ένας σκύλος του από τα γαυγίσματα. Και, λίγο παρακάτω, σκάει κι ο άλλος. Έτσι οι δαιμόνοι, όσο παν και φτάνουνε τον κλέφτη. Μα τη στιγμή αυτή λαλάει άξαφνα ένας κόκορας. Στέκουν τότε οι διαβόλοι για μια στιγμή και διστάζουν. Ο αρχιδιάβολος όμως φωνάζει με τη στριγγιά φωνή του: - Κόκκινος πετεινός ήτανε και μη στέκεστε. Απάνω του! Ξαναρίχνονται κοντά του οι διαβόλοι και πρώτος απ’ όλους ο αρχιδιάβολος με το δικράνι του. Εδώ τον έχουν να τον πιάσουν, εκεί τον έχουν να τον πιάσουν, ώσπου λαλάει άξαφνα ο μαύρος πετεινός. Τότε τα στοιχειά γύρισαν πίσω στο φαράγγι σκούζοντας: - Αχ, μωρέ χαμένε, τη γλύτωσες! Να συχωράς το μαύρο πετεινό πούκραξε, αλλοιώς θάσουνα τώρα πνιγμένος! Αυτή την ιστορία την λένε στην Κρήτη για να δείξουν ότι ο κλέφτης δεν χορταίνει ποτέ, όσο κι αν φάη, γιατί οι σύντροφοί του οι δαιμόνοι κάθουνται κοντά του και του τρώνε το ψητό. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Ένας άλλος αναγνώστης μας επίσης, ο κ. Αλ. Ζώτος, σιδηροδρομικός, μας αποστέλλει ένα θρύλον που έχει ως αφορμήν την ειδικήν νηστείαν των Αρμενίων εις ωρισμένην περιοχήν της ηρωϊκής πατρίδος των. Μας υπογραμμίζει επίσης και περικοπάς αγίων γραφών δια ν αμας αποδείξη ότι ο θρύλος έχει πλήρη ιστορικήν βάσιν. Μας γράφει, οπωσδήποτε, ότι ένα άγιος διδάσκαλος της Αρμενίας, Σέργιος ονόματι, είχεν έναν ευφυά σκύλον που τον ωνόμαζε Αρτχβούρτζι. Επροπορεύετο πάντοτε ο έξυπνος σκύλος εις κάθε μέρος όπου επρόκεται ο άγιος κύριος του να διδάξη. Μόλις οι κάτοικοι του τον έβλεπαν, αμέσως συγκεντρώνοντο εις την πλατεία του χωριού, αναμένοντες να φθάση ο διδάσκαλος δια να ακούσουν το κήρυγμά του. Μια ημέρα εν τούτοις που ο άγιος Σέργιος έφθασεν εις ένα από τα πιο αγαπημένα μέρη είδε ότι κανείς δεν τον επερίμενεν. Ανησύχησεν, υπέθεσε μήπως αμαρτωλός δισταγμός, άρνησι προς το θείον κήρυγμά του, είχε βασιλεύσει στις ψυχές των κατοίκων του μέρους. Εζήτησεν αμέσως να μάθη ακριβώς τι συνέβαινε. Οι κάτοικοι μόλις τον είδαν έσπευσαν όπως πάντοτε να του ζητήσουν να διδάξη, βεβαιώσαντες ότι αν δεν ήσαν έτοιμοι όπως άλλοτε, τούτο οφείλεται διότι ο τετράπους πρόδρομος του αυτήν την φοράν δεν είχε φανή. Καταστεναχωρημένος, αφού εκήρυξε τον θείον λόγον, διέταξε και έγιναν έρευναι. Στο τέλος ανεκαλύφθη τι είχε συμβή. Ο κακόμοιρος Αρτζβούρτζι είχε κατασπαραχθεί από θηρία. Ο Σέργιος ελυπήθη σφόδρα, τόσον ώστε διέταξε σε πένθος εις τους πιστούς του και νηστείαν. Πρέπει, είπε, να τιμώμεν τους συνεργάτες μας, οποιοιδήποτε και αν είνε. Το θέλημα εξεπληρώθη, και όπως ο αναγνώστης μας βέβαιοί, έκτοτε τηρείται εις τους πιστούς Σεργίου Αρμενίους η νηστεία και το πένθος εις ωρισμένην εποχήν του έπους! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Αλέξαντρος ο βασιλιάς ενειρεύτηκε πως υπάρχει σκότος κ’ εστενοχωριούντονε με είντα τρόπο θα το βρη κ’ εσυνεννοήθηκε τη δωδεκάδαν του. Ετότες του ‘πε ένας απού τη δωδεκάδαν του, να πάρη σαράντα φοράδες βυζανόμενες και να τρυπήση καλάμια να βάλη μπαρούτι και λάδι, γιατί βρίσκονται ‘ς την πόρτα του σκότους άγριοι αθρώποι και τρώνε τσ’ αθρώπους. Κι όντεν θα μπούνε ‘ςτην πόρτα του σκότους, να δώσουνε φωθιά ς’ τα καλάμια απού ΄χουνε το μπαρούτι και το λάδι, να κάψουνε τσοι φτερούγες των αγρίω αθρώπω και με τέθοιον τρόπο θα μπούνε ‘ς το σκότος. Όντεν επερνούσανε το σκότος των ελέγανε οι καημένοι άγριοι: - Να νοιώθετε να πάρετε από μας να φάτε και να κάμετε πετσί να καλλικωθήτε! Εκειά μέσα ήτονε ένα πράμα απού ‘λεγε: Ανέν πάρης, θα το μεταγνώσης κι’ α δεν πάρης, πάλι θα το μεταγνώσης. Αυτό το πράμα ήτονε ατίμητη πέτρα απού έφεγγε ‘ς το σκότος. Εκ Λάκκων Κυδωνίας 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1939)
Thumbnail

Καταχανάδες στην Κρήτη λένε τους Βρυκολάκους. Τον παληό καιρό μάλιστα οι Κρητικοί πίστευαν πως άμα ένας νεκρός θαβότανε σε αλαφρά χώματα, που δεν τον βάραιναν, <καταχάνευε>, βρυκολάκιαζε δηλαδή. Επειδή δε μια φορά και έναν καιρό <καταχανεύανε>πολλοί πεθαμένοι, γι αυτό φέρανε χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε απάνω στα νεκροταφεία και έτσι δεν βρυκολάκιασε πειά κανένας. Επίσης και οι παπάδες είχαν συνήθεια τον παληό καιρό, άμα πέθαινε κανείς, να χαράζουν απάνω σ’ένα βήσαλο()κεραμίδι) έναν σταυρό ή πεντάλφα. Το κεραμίδι αυτό το απάνω στο στήθος του νεκρού, έτσι δεν μπορούσε να <καταχανέψη>. Κάποτε είχε βρυκολακιάσει ένας νεκρόςε θαμένος στο σημοκκλήσι του Άι- Νικόλα, στην Άξο. Το μνήμα του ήταν κάτω από ένα δέντρο που το λένε <τραμύθια>Πολλές φορές οι χωριανοί είχαν δή τον <Καταχανά>αυτό να κάθεται απάνω στην πλάκα του τάφου του και να <τσαγκαρεύη>(μπαλώνη) τα <στιβάλια >του, επειδή φαίνεται έκανε μεγάλους δρόμους και του ξεσχιζόντουσαν. Η δουλειά του, κάθε βράδυ που έβγαινε από το μνήμα του, ήταν να πνίγη τα νειόπατρα αντρόγυνα, να φοβερίζη τους διαβάτες και να κάνη όλον τον κόσμο να τρέμη. Όταν έπαιρνε τους δρόμους, όσα όρνια ή σκυλιά ή ζώα συναντούσε ψοφισμένα μπροστά του, όλα τα σήκωνε και τα’ανάσταινε. Αυτά τότε τον ακολουθούσαν από πίσω και γινόταν μεγάλο κακό. Συνήθιζε σε ακόμα ο Καταχανάς αυτός να μπαίνη στα σπίτια από τις <ανηφοράδες>(καπνοδόχους), να χύνη τα φαγητά από τα τσουκάλια και να τα μαγαρίζη. Πολλές φορές, το καλοκαίρι, μήνα Αύγουστο, τον άκουγαν οι αμπελουργοί, που φύλαγαν τα’αμπέλια τους, να γυρίζη μεσάνυχτα στο μνήμα του και να τραγουδάη. Μια φορά μάλιστα τον άκουσαν να λέη τραγουδιστά : -Από το Χουδέτσι έρχομαι και ει(μια κουρασμένος, κι ένα <ανδρόυνο>έπνιξα <συνορο(βλοημένο> (νειόπαντρο). Ετσι στο τέλος, απαυδισμένος πειά, ο κόσμος αποφάσισε να τον ξεκάνη. Αλλά πώς; Μέσα στο μνήμα του δεν τον βρίσκανε. Πήγαν και βρήκαν τότε έναν παληό <σύντεκνο>(κουμπάρο), που ήταν <αλαφρόστρατος>(αλαφροίσκιωτος)και σαν αλαφρόστρατος, μόνον αυτός μπορούσε να δή πότε έμπαινε και πότε έβγαινε ο Καταχανάς στο μνήμα του. Πήαγανε λοιπόν, νύχτα ακόμα, πριν ξημερώση, και λειτουργούσανε στο ρημοκκλήσι του Άι-Νικόλα. Ο αλαφρόστρατος σύντεκνος καθόταν απέξω κι έβλεπε πότε θα γυρίση ο Καταχανάς που έλειπε. Έξαφνα, σε μια στιγμή τον είδε απάνω στο μνήμα του να τσαγκαρεύη..Αμέσως έκανε νόημα στους άλλους χριστιανούς, που ήσαν μέσα στην εκκλησιά και στον παπά, που στέκοταν έτοιμος με τα Άγια Μυστήρια στα χέρια. Έτρεξαν όλοι τότε με τον παπά εμπρός, κατά το μνήμα. Ο Καταχανάς, που κατάλαβε αμέσως τι του είχαν σκαρώσει και ποιος του έκανε την <μπρουσκάδα> (ένεδρα)αυτή φώναξε: -Άχ αφέντη, σύντεκνε, τι μου έκανες! Και αμέσως πέταξε στον προδότη του το τσαγκαροσούφλι που κρατούσε και εμπάλωνε και του έβγαλε το δεξί μάτι. Μα επειδή την ίδια στιγμή έφτασε και ο παπάς, ο Καταχανάς έτρεξε και χώθηκε μέσ’ στο μνήμα του. Ο παπάς στάθηκε τότε απάνω στο μνήμα, με τα Άγια στο χέρι, και είπε δυνατά: -Πάντων ημών, μνησθεί, Κύριος ο Θεός! Αμέσως την ίδια στιγμή ακούστηκε μέσα στο μνήμα ένας χτύπος τόσο δυνατός, που ταράχτηκε όλος ο τόπος! Είχε σκάσει ο Καταχανάς! Ανοίξανε τότε το μνήμα του, κοίταξαν μέσα και είδαν τον Καταχανά με πρόσωπο ζωηρό και ροδοκόκκινο σαν να κοιμόταν. Μα ήταν πειά πεθαμένος. Τον έσχισαν αμέσως και του έβγαλαν την καρδιά του, που ήταν σαν σταμνί γεμάτο αίμα, από εκείνο όπου έπινε και ζούσε. Του διάβασαν ότι χρειαζόταν και τον ξανάθαψαν και από τότε δεν ξαναφάνηκε πειά! Οι Καταχανάδες καμμιά φορά παίζουνε και λύρα. Πολλοί <αλαφροί>είδαν έναν Λαγουδομιχελή που πέθανε και καταχάνεψε, να βγαίνη από το μνήμα του, να κάθεται απάνω και να παίζη λύρα. Τον βούλωσαν με του Σολομώντα τη σφραγίδα (πεντάλφα), μα τίποτε δεν του εκάνανε. Και τότε φέραν χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε επάνω στον τάφο του και έτσι πιά ησύχασε. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στ' Αληκιανού υπάρχει σήμερα μια μεγαλοπρεπής εκκλησία του Τίμιου Σταυρού. Η εκκλησία αυτ΄γη ανέκαινίσθη τα τελευταία χρόνια. Προηγούμενα ήταν μια μικρή παληά εκκλησούλα θαυματουργή. Κάποτε πέραστκοι απ' εκεί έκλεψαν τον Σταυρό και του αφήρεσαν τα πολύτιμα αφιερώματα των ευλαβών Χριστιανών. Στις 13 Σεπτέμβρη, παραμονή του εορτασμού, ο ιερεύς του χωριού δεν ήθελε να λειτουργήση και πανηγυρίση η εκκλησία εξ αιτίας της φρικτής ιεροσυλίας. Τη νύκτα ο παπάς άκουσε μια μεγάλη βοή και πήγε στην εκκλησία να προσευχηθή και βλέπει το σταυρό στη θέσι του. Μια καλόγρηα ονειρεύτηκε τον τόπο που είχαν κρύψη τα κλεμμένα αφιερώματα. Πραγματικά πήγαν μέχρις εκεί και ευρήκαν μόνον κάτι “σιδερικά” των αφιερημάτων.Από τότε ο Σταύρος θεωρείται θαυματουργός και κάθε 14 Σεπτεμβρίου γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο συρρέουν πλήθος κόσμου. Ακόμη πολλοί ασθενείς θεραπεύονται. 

Άγνωστος συλλογέας (1939)
Thumbnail

«Στου Κοπέλλου τ’ αλώνι κάθα βράδυ στσι 12 η ώρα τα μεσάνυχτα χορεύγουν οι Ανεραΐδες. Μια βολά μια gοπέλλα επέρναν από κει με τ’ άλεσμά τζη να πάη στο μύλο ν’ αλέση (πιο κάτω είναι τα Προβολάκια με τσι νερόμυλοι). Οι Ανεραΐδες την εβάλανε μες στη μέση και την εχορεύγανε. Εκεί που την εχορεύγανε τσ’ εδώκανε χιλιάδες τζιbιές και τσ’ εκάμασι μαυτα τα κριάτα τζη. Το φεγγάρι ήδωνε σα μέρα κι εθάρειε πως είναι μέρα και τωόdις και ‘ιαυτό ήπηρε τ’ άλεσμα τζη να πάη στο μύλο). Στη μια η ώρα, την ώρα που ‘κραξεν ο πετεινός οι Ανεραΐδες εχάθησα και η κοπέλλα επόμεινε μες στ’ αλώνι μοναχιά. Ύστερα ήφυε gι εδιάηκε στο σπίτι τζη κι είπε πως της εχαλάσασιν οιΑνεραΐδες». 

Οικονομίδης, Δημήτριος (1934)
Thumbnail

ΒΑΓΙΑ,Βοιωτίας- Αι παραδόσεις και οι θρύλοι που διατηρούνται στο χωριό αυτό και στα γειτονικά χωριά γύρω από τον μύθο της Σφιγγός θα έπρεπε να συγκεντρωθούν και να αποτελέσουν το αντικείμενον μιας ιδιαιτέρας μελέτης. Μιας ιστορικομυθολογικής μονογραφίας. Άλλως τε δεν συμβαίνει, δεν παρατηρείται το φαινόμενον αυτό μόνον εδώ. Εις όλην την Ελλάδα διατηρούνται και ζούν παλαιότατοι θρύλοι, που συνδέονται με μυθολογικάς εποχάς παλαιοτάτας. Οι κάτοικοι της Ελλάδος διετήρησαν τας παραδόσεις των με καταπληκτικήν πίστιν. Τας εφύλαξαν ως πολύτιμα κειμήλια. Μόνον που οι τωρινοί μελετηταί δεν κατεδέχθησαν ή δεν εσκέφθηκαν να ερωτήσουν τον κομσάκη, τον λαό. Αυτό είναι το μεγάλο ελάττωμα των συγχρόνων ερευνητών. Επίστευσαν, ότι μεταξύ της παλαιάς εποχής και της τωρινής δεν υπάρχει κανένας δεσμός. Ενώ οι δεσμοί είναι ακατάλυτοι. Εδώ στα Βάγια και τα μικρά παιδιά μιλούν για την Σ΄φγγα. Έχουν συγκεντρωθή αρκετά παιδιά μαζί με τους μεγάλους και παίρνουν μέρος στη συζήτησι. Εκφέρουν δε γνώμας και αυτά ή συμπληρώνουν τους μεγάλους. Δίδουν πληροφορίας που τας έχουν ακούσει από τους παππούδες των. Ορίστε ένας από τους μικρούς αυτούς : o Δημήτριος Μερκούρης. Ένδεκα ετών παιδί, μαθητής της 4ης του Δημοτικού. Λέγει : -Η Σφίγγα ήτανε ένα θηρίο, ένα ζώο που έτρωγε τους ανθρώπους. Μου το είπεν ο παππούς μου. Κρυβότανε στο βουνό απέναντι, από κεί που περνά ο σιδηρόδρομος, σε μια μεγάλη πέτρα ο σιδηρόδρομος, σε μια μεγάλη πέτρα στη θέσι που λέγεται του Γαβρίλη. Αυτό το ζώον έλεγεν ένα αίνιγμα : είναι ένα πράμα. Το πρωί ξημερώνει με τέσσερα, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία. Όποιος δεν το εύρισκε, τον έτρωγε. Αυτό το θηρίο πνίγηκε μόλις ένας άνθρωπος έλυσε το αίνιγμα. Επεσενάτο τον βράχο και γκρεμίστηκε. Η ΚΑΤΑΒΟΘΡΑ ΤΟΥ ΦΑΓΑ Αυτά λέγει ο μικρός Μερκούρης. Γεννάται όμως ένα ζήτημα, από ποιο μέρος έπεσεν η Σφίγγα. Κατά την αντίληψι του Θ ωμά Αγγέλου, κτίστου, 35 ετών, η Σφίγγα μπορεί να έπεσε μέσα στην καταβόθρα που υπάρχει ως σήμερα και η οποία απέχει περί τα εκατό μέτρα από την σιδηροδρομική γραμμή. Αυτή η καταβόθρα είναι φυσική. Δέχεται τα νερά του κάμπου του Φαγά, πρέπει δε να καθαρίζεται τακτικά. Αν δεν καθαρισθή γεμίζει και τότε τα νερά πλημμυρίζουν μιαν έκτασι από 3-4.000 στρέμματα. Την καταβόθρα αυτή εκαθάρισε και έκτισε με λιθοδομήν το 1925 η Κοινότης των Βαγίων, αλλά από τότε έχει γεμίσει αρκετά πάλι με χώματα και θέλει καθάρισμα. Το βάθος της είναι ως εννέα μέτρα. Διόλου απίθανον, κατά τον Αγγέλου και κατ’άλλους κατοίκους της κωμοπόλεως, η Σφίγγα να έπεσε και να εκρημνίσθη εις την καταβόθρα αυτήν. Αν δε τότε ήτο φραγμένη και γεμάτη από νερά, μπορούσε και να επνίγη. Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΑΚΟΜΗ ΠΛΗΣΙΕΣΤΡΑ.. Το ότι αι παραδόσεις περί της Σφιγγός διατηρούνται ζωνταναί εις τα Βάγια και εις τα γύρω χωριά, το πράγμα δεν είναι διόλου παράδοξον. Τα Βάγια δεν διατηρούν αρχαία ερείπια, αλλά φαίνεται ότι απετέλουν από ετών ένα μικρόν συνοικισμόν, ο οποίος διαρκώς εμεγάλωνε. Εις τα ρίζα όμως του όρους Φαγά,του αρχαίου Φικίου όρους, που έμενεν η Σφίγγα, διατηρούνται ερείπια αρχαίων συνοικισμών. Πολλοί από τους σημερινούς κατοίκους των Βαγίων είναι απόγονοι κατοίκων που ήλθαν από τα ερημωθέντα και εγκαταλειφθέντα ή καταστραφέντα χωριά και του όρους Φαγά και άλλων μερών. Τέτοια εγκαταλειφθντα και ερημωθέντα χωριά, των οποίων οι κάτοικοι συνωκίσθησαν εις τα Βάγια, είναι το Κοντοσκάλι, το Μαζαράκι, το Δουρδούμανι. Το Κοντοσκάλι είναι εις τους πρόποδας του Φάγα απέναντι από τον σιδηροδρομικόν σταθμόν. Τώρα τα χωριά αυτά δεν υπάρχουν. Οι κάτοικοι των όμως που ήσαν πλησιέστερα προς το λημέρι της Σφιγγός θα μετέφεραν τας παραδόσεις εις τα Βάγια. ΑΛΛΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ Είναι εύκολον να συγκεντρώση κανείς απειρίαν μαρτυριών γύρω από την Σφίγγα. Όλοι οι κάτοικοι ομοιομόρφως λέγουν ότι η Σφίγγα ήτο κατά το ήμισυ θηρίον. Τι θηρίον όμως ; Πολλοί την θεωρούν λεοντάρι ή ένα είδος λεονταριού. Το ότι επίσης η παράδοσις μετεδόθη από στόματος εις το στόμα, χωρίς την βοήθειαν των βιβλίων, φαίνεται από τας μαρτυρίας των αγγράματων γερόντων. – Εγώ, λέγει ο Παναγιώτης Θάνος, ετών 66, γεωργός, το άκουσα αυτό από τον παππού μου Κωνσταντή που ήταν ενενήντα χρονών. Ο παππούς μου δεν ήξερε γράμματα. Μου έλεγε τακτικά για το θηρίο που ήτανε στον Φαγά και έτρωγε τον κόσμο. ‘Οσον αφορά το κρησφύγετο της Σφιγγός, διάφοροι υποθέσεις γεννώνται. Το βουνό Φαγάς σήμερα είναι γυμνό. Έχει μόνον χαμηλούς θάμνους και πολύ χαμηλές εις νανώδη κατάστασιν αγριεληές. Μικρά φυτά από αγριεληές. Το γυμνό αυτό βουνό και τα συνεχόμενα με αυτό χαμηλότερα βραχώδη βουνά παλαιότερα, κατά την παράδοσιν, ήσαν κατάφυτα. Εύκολο επομένως ήτο να εκρύβετο εκεί η Σφίγξ. Είτε εις κανένα σπήλαιον, είτε σε καμμιά τρύπα μεγάλη. Έπειτα κατέβαινε στο σημείον του Φαγά που λέγεται Στενό, στην στενωπό δηλαδή που αποτελεί το πέρασμα μεταξύ Θηβών και Λεβαδείας, και εκεί έτρωγε τους ανθρώπους. Εις το σημείον αυτό ευρέθη αντιμέτωπος του ο Οιδίπους, έλυσε το αίνιγμα και η τρομερά Σφίγξ κατεκρημνίσθη. Έτσι ο δρόμος απηλευθερώθη και οι άνθρωποι από τότε μέχρι σήμερον περνούν ελεύθερα από τον δρόμον αυτόν. Εν τούτοις οφείλω να σημειώσω και την ιδικήν μου παρατήρησιν. Η παράδοσις της Σφιγγός είναι πρωτότυπος και δεν έχει ομοίαν άλλην εις άλλο μέρος της Ελλάδος. Εν τούτοις αν προσέξη κανείς περισσότερο, ευρίσκει ομοιότητας της παραδόσεως αυτής με την παράδοσιν για τας γοργόνας ή την γοργόνα της θαλάσσης που και αυτή ένα ερώτημα απευθύνει εις τους ναυτικούς και βυθίζει το πλοίον αν δεν απαντήσουν αυτοί εις το ερώτημα της όπως αυτή θέλει. Το ερώτημα είναι αν ζή ή όχι ο Μέγας Αλέξανδρος. Εφ’όσον και η Σφίγγα και αι γοργόναι είναι τέρατα του νερού διότι και η Σφίγγα έμενα παρά την Κωπαίδα- πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι κάποια σχέσις υπάρχει μεταξύ της Γοργόνας και της Σφιγγός. Θα χρειασθή όμως να συνεχίσω την έρευνάν μου αυτήν, διότι δεν είναι μικρός ο σύνδεσμος και με τους δράκους που φυλάσσουν κατά τους δράκους που φυλάσσουν κατά τους θρύλους τα πηγάδια, τας πηγάς και τα νερά. 

Φαλτάιτς, Κ. (1937)
Thumbnail

Σμαρδέσι. Εκεί όλοι διηγούνται τα εξής : Ένας τσομπάνος κοιμόταν ένα μεσημέρι στο μαντρί του, ο βοηθός του είχε πάει στο χωριό να φέρη ψωμί. Όταν γύρισε ο βοηθός δτο μανδρί είδε τον τσομπάνο να κοιμάται μ’ανοιχτό το στόμα κι’είδε ένα φίδι να μπαίνη και να χάνεται στο στόμα. Κοντά ένα μπακράτσι (δοχείο που βάζουν οι τσοπάνηδες το γάλα) αδειανό. Τι είχε γίνει ; Το φίδι μυρίζοντας μπήκε στο στομάχι να φάη το γάλα (γιατί τα φίδια κυνηγούν το γάλα). Τότε αυτός πιάνει μια προβατίνα, την αρμέγει και βάνει το γάλα στο στόμα του τσομπάνη. Το φίδι μυρίζει το γάλα, γυρίζει να το φάη και έτσι σώθηκε ο τσομπάνος. 

Ιωαννίδου, Μ. (1937)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 107
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (1068)ΣυλλογέαςΤαρσούλη, Γεωργία (155)Λιουδάκη, Μαρία (148)Άγνωστος συλλογέας (113)Ιωαννίδου, Μ. (101)Βρόντης, Αναστάσιος (91)Μέγας, Γ. Α. (66)Σακελλαριάδης, Χαρίλαος (31)Μέγας, Γ. (30)Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (30)Οικονομίδης, Δημήτριος (27)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΡόδος (105)Άδηλου τόπου (88)Κρήτη, Μεραμβέλλο, Λατσίδα (63)Βοιωτία, Αράχωβα (54)Μεσσηνία, Πύλος, Κορώνη (42)Νάξος, Απείρανθος (33)Αρκαδία, Γορτυνία (32)Μεσσηνία, Πύλος, Ζιζάνι (30)Καστοριά (29)Κάρπαθος (28)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1939 (251)1938 (357)1937 (143)1936 (19)1935 (20)1934 (47)1933 (7)1932 (34)1931 (17)1930 (173)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.