• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 16

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Η χελώνα ήτονε πουλί κι'είχε φτερά και της βουλήθηκε να πετάξη ψηλά και να φτάση πάνω απ'το Θεό και τότες ο Θεός την καταράστηκε να σούρνεται στης γής και ούτε το κεφάλι της να μη μπορή να σηκώση. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Όταν σηκώνεται σαβούρα, στη στροφή του καιρού, περνάνε οι ανεράϊδες και τους λένε: «Ώρα καλή, ώρα καλή, πέστε έξω.» 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Ήταν τρείς αγάδες ζορμπάδες, καλοί άνθρωποι, οι Μαμουταίοι, από το Βασιλίσσι και είχαν σηκωθή στο κλαρί και πείραξαν τους χριστιανούς. Είχαν μαζί τους κι ένα χριστιανό, τον Κουτσαιμάνη από του Βασιλίτσι. Μια μέρα πήγαν στην Κορώνη και πήραν ένα κομμάτι κρέας και πήγαν στην Τζαφέρογλη, σε τίνος το σπίτι δε θυμάμαι. Ο σκοπός τους ήταν να φάνε το κρέας και να προσβάλουν το κορίτσι του σπιτιού. Τόδωσαν το κρέας στο σπίτι, το μαγέρεψε η νοικοκυρά, ήπιαν το κρασί και ζήταγαν να τους φέρη ο νοικοκύρης το κορίτσι για να τους περνάη. Αυτοί του είπανε πως το κορίτσι έλλειπε μακρυά. Στο τέλος φύγανε. Μα όταν ήθελαν να φύγουνε, πήρανε τα ρούχα που είχε το κορίτσι, κάτι λιγοστά προικιά και όπως είχε λάδι το σπίτι, επιάσαν ένα- ένα φόρεμα και το λαδίζανε. Το πρωί σα φώτισε πήρε ο γονής τα ρούχα και τα πήγε στο Μπέη της Κορώνης, Ισά-μπασα τον λέγαν. Όποιος πήγαινε στο Μπέη εύρισκε τρείς πορτιέρηδες και φυλάγανε. Αυτού του επιτρέψανε και μπήκε. Τα ρούχα τα είχε αφήσει έξω στην πόρτα το του σπιτιού. Όταν ήθελε να πάνε μέσα, ήθελε να κάμουν τρείς μετάνοιες μπροστά στο Μπέη, να τον προσκυνήσουν και να πιάσουν να φιλήσουν το μενίσι του,. Όταν τον είδε τον πατέρα, κατάλαβε πως πήγε παραπονούμενος. Του λέει : Τι θέλεις; - Αυτό το κακό μούκαμαν οι τρείς αγάδες, ο δείνας, ο δείνας και ο δείνας και ο Κουτσαιμάνης. Του λέει, αν ήταν δυνατό να τάβλεπα τα ρούχα. Του λέει, εδώ τα ‘χω. –Φέρτα μέσα. Πήγε τάφερε μπροστά του. Τότε έστειλε ο μπέης τους ζειμπέκηδες, τους κλητήρες να τους καλέσουνε. Είχε μια στάνη από γίδια μεγάλη ο Κουτσαιμάνης στο Βασιλίτσι και τα πήραν οι Τούρκοι όλα και τα κλείσαν στο Κάστρο της Κορώνης και τα φάγανε. Ο Κουτσαιμάνης, που του πήραν τα γίδια, σηκώθηκε και πήγε στον Πασά στην Τρίπολη, αλλά όταν πήγε στην Τρίπολι, τα χαρτιά από το Μπέη είχαν πάεει μπροστά. Τα είχε στείλει ο μπέης της Κορώνης. Έβγαλε ο Πασάς τα φιρμάνια και του τα έδωσε στα χέρια του ίδιου του Κουτσαιμάνη να τα φέρη στην Κορώνη. Αυτός, αν ήξερε γράμματα, θα τα διάβαζε και θα γλύτωνε. Μα ήπαν αγράμματος ο μαύρος. Όταν ήρθε πίσω στην Κορώνη πήγε στο μπέη. Του λένε οι φυλάκοι : Ποιος είσαι; Είμαι ο Κουτσαιμάνης. –Θα σε κρεμάση, κακομοίρη ! Τώρα να πάω μέσα και να ιδήτε’’. (Δεν ήξερε εκείνος και νόμιζε πως το φιρμάνι ήταν για καλό του.)Μόλις πήγε μέσα, διέταξε ο μπέης και τον κρέμασαν όξω από την πόρτα του Κάστρου και τον αφήκαν κρεμαστόν ώσπου σάπηκε ο λαιμός του κι έπεσε το κορμί του. Οι Μαμουταίοι επέρασαν στη Μεθώνη, γιατί τότες όταν περνάγανε άλλο δήμο δεν είχε το δικαίωμα να τους συλλήψη ο μπέης. Λίγον καιρό κι έπειτα, έλεγαν οι άλλοι Τούρκοι στο μπέη : Αυτά που κάνουμε με τους χριστιανούς θα μας κηρύξουν επανάσταση, και θα μας χρειαστούν οι παλληκαράδες, παρά να τους χαρίσης την ποινή τω Μαμουταίων και να ξανάρθουν. Τους άκουσε ο μπέης και τους χάρισε την ποινή και τους ώρισε να πάν να τον προσκυνήσουν, αλλά να τα βγάλλουν τα’άρματα. Αυτοί όμως δεν τάβγαλαν. Πηγαίνοντας στο μπέη, τους λέει ο πορτιέρης : ‘’Δεν τα δέχεται ο μπεής τα’άρματα. Εμείς δεν τα βγάνουμε, του λένε. Σαν παρουσιάστηκαν μπροστά του με τα’άρματα, διάταξε να τους πιάσουν. Αυτοί φύγανε και διέταξε να τους κυνηγήσουν και τους κιβουριάσουν, τους πέταγε η λάκκα όξω, δεν τους δεχότανε η γής. (Πρβλ. Και σχετικήν αφήγησιν εν χφ. 1159Δ, σελ, 6) 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Ήταν εδώ ένας Τούρκος και λεγότανε Σουμάνης. Βρήκε μια γυναίκα ντόπια που δεν είχε παιδιά και πήγαινε ταχτικά. Μια βραδυά ήρθε που ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της έλειπε στο μύλο. Τη νύχτα ήρθε ο άντρας της από το μύλο, τόνε βλέπει και κοιμότανε. ‘’Τι είναι φτούνος εδώ χάμου; Της λέει. Τι να του πή αυτή η κακομοίρα του τα φανέρωσε. Παίρνει το τσεκούρι, του δίνει μια στον κάραβο, στο κεφάλι και τον άνοιξε στη μέση, που τα αίματα και τα μυαλά του τιναχτήκανε στον τοίχο. Να πάτε να τηράχτε το αίμα φαίνεται ακόμη. Εκείνος, όχι να φτιάση μια γούβα να τον χώση πρά πήγε σ’ένα βράχο στο Μελίσσι, σαράντα οργυιές βάθος και τον έρριξε κάτω. Τον αναζήτησαν οι Τούρκοι δώθε, κείθε, μλαθανε που ερχόταν σ’εκείνο το σπίτι. Αυτός (ο Σουμάνης) εμύρισε και βρώμαγε στο λόγγο. Πήγανε οι Τούρκοι, βρήκανε το κορμί του. Ο φονιάς φυγοδίκαε. Μια ημέρα, σαν τώρα που αλωνίζουμε ήσθε στο Γριζόκαμπο π’αλωνίζανε Χριστιανοί κι ήτανε ένας Αράπης και μέτραγε τα γεννήμματα. Εκείνος ο κακομοίρης κυνηγημένος και αποσταμένος καθώς ήτονε, εδιάη στον ήλιο κι έπεσε τα’απίστομα. Είχε ο αράπης κάποιονε δικόν του, του κάνει νόημα, ετούτος είναι ο φίλος. Πήγαν και τον πλακώσανε, τόνε ζουπίσανε, τόνε δέσανε και τον πήγαν στη Μοθώνη που ήτονε Τουρκιά πολλή. Η μητέρα του Τούρκου εκείνου που είχε σκοτωμένον , λέει : ‘’Σφάχτε τον, και να βγάλουνε τα σκιώτια του να τα ψήσουνε να τα φάη’’. Του κόψανε τη μύτη, τα’αυτιά, τόνε σούρνανε στο παζάρι ώσπου στο τέλος τον λυπήθηκε ένας Αρβανίτης και τόνε πλησίασε. Είχε μπιστόλι στη μέση, τραβάει το μπιστόλι τον παίρνει η σφαίρα και παράδωκε το πνεύμα. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Κάτω στις ελίτσες βγαίνει ένα λιάρο βώδι και μουκανίζει. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Στο πηγάδι, του Παλιοχωριού, εκεί ήτονε μια λυγιά, μεγάλη, δέντρο. Εκεί έβγαινε μια γυναίκα Λάμνια κι έγνεθε. Την είχε ιδωμένη μια θεία μου. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Τα παλιά χρόνια ήτανε σβερδάκια και καβαλλάγανε τα πρόβατα και ψοφάγανε. Μούλεγε μια θειά μου πως ο πατέρας της είχε 18 προβατίνες και γεββήσανε και κάμανε 18 θηλυκά ούλες. Ένα βράδυ τάβαλε τ'αρνιά με τις μαννάδες τους στο γαλαράκι κι έφυγε. Πάει το πρωί και τις βρίσκει ψόφιες και τις 18 και είπανε που τις μαγάρισε το σμερδάκι και γι αυτό ψοφήσανε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Εκεί κάτω στο ποτάμι, στον Κάσσαρη είναι ένα μέρος όπου πνίγηκε ο γιατρός ο Τερζάκης και αυτό το μέρος βαστάει. Η θεία μου η Κωστολιού είχε μια δυχατέρα και πήρε μια μέρα τα ρούχα και κατέβηκε στο ποτάμι να πλύνη. Πέρασε απο το μέρος που πνίγηκε ο γιατρός και τον είδε με την ομπρέλλα του. Γύρισε πίσω κακώς έχοντα και σε τρείς μέρες πέθανε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Πέρσυ που περνάγανο η Καλαντζολιού και η άλλη η Πανάγαινα το ρέμμα, - η Πανάγαινα είχε και το παιδί στην αγκαλιά – ακούνε ένα κακό, κατί νηχούς, κάτι τραγούδια, σφυρίχτρες, λαγούτα, σαν να ήτονε σαράντα νοματαίοι. Και να μην γλέπουνε τίποτα, ώσπου βγήκανε από το ρέμμα και πάψανε. Πέρσυ πάλε που πάντρεξε ο Σαραντόπ΄λος το παιδί του και πήγε να περάση το ρέμμα ως τη μάντρα εκεί του Λάζαρου τον πήραν τα νεραϊδικά με τα λαγούτα. Η Νίκαινα η Σαρδέλαινα που πέρναγε εκεί κατά τη Λαμπρή με κάτι άλλες γυναίκες τους βρήκε ένας μπουχός και ακούγανε γκράμα – γκράμα μια μπιντόνα (τενεκέ του πετρελαίου) αλλά μπιντόνα δεν ύπαρχε, μόνο ο μπουχός. Εκεί που κοντεύανε να βγούνε, ακούνε κι ένα ντουφέκι: Μπάμ! Τη μπιντόνα δεν την άκουγε η Σαρδέλλαινα μα το ντουφέκι ιτό άκουσε και τη λάμψη την είδε. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
Thumbnail

Άλλη να βολά ο ίδιος ο μπάρμπα Γιώργης ο Τσόκας ερχότανε από τα Γρεβιτσά. Νύχτα, σκοτάδι. Εκεί κάτω από το Ζιζάνι βλέπει δυο να κατεβαίνουνε. «Ώρα καλή, πατριώτες, κατά που; - Κατά του Καπλάνι, του λένε. – Έ, κι εγώ στο Καπλάνι πάω, πάμε μαζί. Τραβάγανε, εκείνοι μπροστά, αυτός πιο πίσω. Μ’ αντί να τραβάνε τον ίσο δρόμο τραβάγανε κατά το γκρεμό να τόνε σκοτώσουνε τον άνθρωπο. Κάποια βολά το κατάλαβε που δεν τονε πάνε καλά και κοντοκράτησε τ’ άλογο κι άναψε τσιγάρο. Ευτύς που άναψε τσιγάρο, χαθήκανε οι αποκορωμένοι από μπροστά του, ειδεμή θα τόνε γκρεμίζανε στον Κάσσαρη. 

Ταρσούλη, Γεωργία (1939)
  • «
  • 1
  • 2
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (16)Συλλογέας
Ταρσούλη, Γεωργία (16)
Τόπος καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, Καπλάνι (16)
Χρόνος καταγραφής1939 (16)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.