• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 541

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Εδώ και εξήντα χρόνια έπεσε στους Αντιπάξους ένα καράβι Τούρκικο από κείνα, που ερχόντανε να πάνε να καταστρέψουνε το Μαυροβούνι. Είχε πέσει απάνου στα Δασκάλεια. Από κει, δεν ξέρω πως, ένας Τούρκος εβρέθηκε εδώ στον κάβο και των ωνομάσανε «Ο κάβος του Τούρκου» (πολλή φουρτούνα). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
Thumbnail

Μολογάνε ότι όποιος έβαλε να φάη κρέας ‘κείν’ την ημέρα (τ’ άη Γιαννιού, 29 Αυγούστου), έβρηκε χέρι ή ποδάρ, μέσα στη ζ’μαρόπιττα (που έβαλαν βούτυρο ή ξινότυρ’) και δεν το ‘φαγαν. Βρήκαν δάχτυλο μέσα στο κρέας που έβραζαν και δεν ξαναρτύθηκε κανένας. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Στην Καζάρμα, σπίτια-φυλάκια του Τουρκικού στρατού, στα σύνορα. (μένει ακόμα το χτίριο). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Ήρθαν στο Κάστρο κάτ’ξένοι κι ανέβ’καν μ’ένα θ’κό μας του χωριού να βρούν λεφτά. Τον θ’κό μας τον ήθελαν για να τους δείξ’ τα μέρια. Όταν αυτοί βρήκαν τουν προυσανατολισμό, τουν δ’κό μας τον έδιωξαν. Του ‘πουν.’’ Άλλ’ φορά θα ξανάρθ’μι’’. Τώρα κι έκαμαν ύστερα, δεν ξέρω. Πήραν, δεν πήραν τα λεφτά; Δεν ξέρ’με. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Ένας Ρώσσος είχε ένα παιδί δαιμονισμένο κ’ είδε στον ύπνο του (ο πατέρας) πως ο μόνος που θα τον κάμη καλά (να του βγάλη τα δαιμόνια) είναι ο Σπύρος ο Κουβάς, Ιερομόναχος στους Παξούς. Επήρε τη φρεγάτα του και το γιό του κι ήρτανε στους Παξούς (χωρίς να ξέρουνε που πέφτουνε οι Παξοί). Ένα μεσημέρι ευρέθηκαν στο λιμάνι μέσα. Βγήκανε εδώ απέξω. Βρήκανε κάτι χαμάληδες ξαπλωμένους στον ήσκιο. Τους ξύπνησε και τους ρώτησε. – Εδώ είν’ οι Παξοί; Υπάρχει κάποιος Ιερομόναχος Σπύρος Κουβάς; Λέει Μάλιστα! Μπορώ να τον εύρω; Αμέσως τον πήγε ένας απάνω στα Μπογδανάτικα κοντά στην Αγία Λαμποβίτισσα (από το πανηγύρι του Λάμποβου της Άρτας). Ιδιοκτήτη του. (Την έχτισε για μια νύχτα. Απαγορευότανε στο δημόσιο δρόμο). Έβαλε θεμέλια κοντά στο καπάκι του δρόμου. (=οι πρώτες πέτρες του τοίχου). Εβρήκε τον Ιερομόναχο. Του είπανε την ιστορία. «Το έργον είναι λίγο βαρύ, αλλά θα το κατορθώσουμε.» Τους είπε: Μια βδομάδα να πίνουνε νερό και ψωμί – αντίδερο – νηστεία. Την Κυριακή να λειτουργήσουνε στον Αγ- Σπυρίδωνα. Και όντως, δίπλα στην εκκλησία, καθώς μπαίνομε μέσα αριστερά (στ’ αγκωνάρι) ήτανε μια μυγδαλιά. Και την ώρα στο Ευαγγέλιο, που λέει «Εξέλθετε τα δαιμόνια» το παιδί εφώναξε κι εβγήκανε δυο κόρακες μεγάλοι κι επεράσανε από το παράθυρο, σταματήσανε στην αμυγδαλιά κι ετραβήξανε κατ’ ευθείαν από το νησί τ’ αγίου Νικόλα στην Ήπειρο. Και το παιδί έγινε εντελώς καλά. Ο πατέρας επρότεινε στον Ιερομόναχο να του δώση λεφτά, όσα θέλει, αλλά κείνος δεν ήθελε. «Δε μου χρειάζονται χρήματα». Του είπε λοιπόν πως θα του στείλη από τη Ρωσία διάφορα κειμήλια. Και όντας μετά από λίγο διάστημα, του έστειλε το λιοκόρνι (σαν κονισματάκι για τη χρυσή. Το βουτάς μέσ’ στο νερό, πάει στον πάτο, κι ανεβαίνει πάλι), και την εικόνα οπού ζωγραφίζεται το θαύμα της γιατρειάς. Ερχόμενος ο σταυρός στον Πειραιά, τον εξαφρίσανε κι ήρθε σκέτος εδώ, όλο τρύπες, λείπουν τα πετράδια. Ο Ιερομόναχος είναι θαμμένος στην Λαμποβίτισσα. (η Άγια – Λ) Είχανε σκοπό για ανακομιδή, αλλά δεν την εκάμαμε. Τον μνημονεύουνε στην εκκλησία κάθε που λειτουργήση. (βλεπ. σελ. 359). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
Thumbnail

Πριν έρθουν στα νησιά μας οι Οθωνιώτες (και πρίν πάνε και στους Οθωνούς οι Παξίνοι κ.λ.π.) θα ήταν εδώ τσομπαναραίοι με καλύβες. Κούτσηδες – υπάρχει και τοποθεσία στου Κούτση και στον Μωραγιάννη (Ιμπραήμ;). Τους έδιωξε ο Γάλλος πριν από τον Άγγλο (1790;) Έχει εδώ φρούρια παλαιά, στον Άη Νικόλα και στο Κάτεργο. Απάνου στο Κάτεργο, έχει τοποθεσία στη Μπαντιέςα, όπου εβάνανε τη σημαία. Έχει τρύπες εκεί. Από το Κάτεργο, εβάνανε κατάδικους ή ντόπιους κι εκόβανε πέτρα, που την κουβαλούσανε στην Κέρκυρα. Εκεί εκάμανε το νέο φρούριο. (Λίγο πιο χαμπ'λά έχουνε σταυρό πέτρινο με ονόματα. Επνίγηκανε τότες 9 νομάτοι (το 1888) που ερχόντανε από τους Οθώνους με το δήμαρχο Διαποντίων, Χρίστο Ορφανό.)Τον Άη Νικόλα τον έχτισαν δυό αδελφοί Κατέχηδες Κέκοι. “Εβγήκανε ζητιάνο” μέχρι Αλή Πασά. Είχε κάψει την παλιότερη εκκλησία ο Γάλλος με τα κανόνια (γιατί είχε κάστρο). Ο Αλής Πασάς έδωκε στους Ρουξιώτες 5 μετζήτια και χαρτί (άδεια) να γυρίσουνε σε όλη την Αλβανία. Τον Άη Νικόλα τον έχτισανε εκεί, γιατί εβρήκανε την εικόνα του εκεί που λατρεύανε (οργώνανε). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1960)
Thumbnail

Ο προφήτ’ Ηλίας ήτανε σ’ ένα χωριό και ζούσε μαζί τ’ς ανθρώπους. Όλοι τους ήdαν ειδωλολάτρες και δε bιστεύγανε το Θεό. Ο προφήτ’ Ηλίας ήταν άνθρωπος του Θεού, ήσυχος και καλός. Καθέ μέρα προσεύχεdαν . Ο θεός έβλεπε τους ειδωλολάτρες κι ήξερε τα εγκάρδιά τους , γι’ αυτό ήθελε να τους καταστρέψη. Έκαμε τρία χρόνια ανεδριά και δεν έβρεχε. Αυτοί άρχεψαν να πεινάνε. Όσα είχαν τα φάγανε. Φάγανε όλα τα τρεφώματα τ’ς. Τα δέντρα ξεράθηκαν. Μια γριά βγήκε έξω απ’ το χωριό, να βρή κάτι να μαγειρέψη. Είχι ένα παιδάκι κι τ’ άφησε σπίτι τ’ς. Κει που γύρζε στο βουνό και μάζευε κλαράκια, βρήκε τον Προφήτ’ Ηλία έξω απ’ την καλύβα του. – Που γυρίζ’ς εδώ; Τη ρώτξε. – Έφυγα πέ τη bείνα κι ήρτα να μαζέψω ότι εύρω να φάμε. Του είπε πως πεινάνε ούλοι κάτω στο gάbο και πως έχει τρία χρόνια να βρέξη. – Δε gάνατε λιτανεία, να παρακαλέστε το Θεό να βρέξη; - Κάναμε. – Θα κατέβω εγώ κάτου, να σας κάνω λιτανεία να βρέξ’. Τι έχεις εσύ και τρώς; - Λίγο αλεύρι και λάδ’ στο κιούπι μ’ κι απ’ ότι φκειάνουμε, τρώω μισό εγώ και μισό το παιδί μου – Δε με gάν’ς ένα κουλουράκι να φέρ’ς και μένα; - Αφού θέλεις, θα σε φέρω. Ας μη φάμε εγώ και το παιδί μου. – Ευχαριστώ. Και θα παρακαλέσω το Θεό, να στα διπλασιάση. – Έφ’γε η γριά να πάη στο σπίτι τ’ς, να φέρει το κουλούρι, μα όταν έφτασε κει, βρήκε το παιδί της πεθαμένο. Σηκώνεται πάει πάλι στο βουνό ναβρή τον Προφήτ’ Ηλία (έμαθε δα το μέρος). – Το και το, του λέει. – Τραύα εσύ μπροστά, της λέει κείνα, και θάρθω σπίτι σου. Έγινε τεπτίλ’ και κατέβηκε στο χωριό. Φτάνει στο σπίτι τς γυναίκας, πάει στο κρεββατ’ του παιδιού, το ξεσκεπάζει κι άρχεψε τα γέλια. – Να πούναι γέρο! Τι μου λές πως πέθανε; Θάμασ’ αυτή, βγαίνει έξω, τρέχει το λέει στον Πρόεδρο το και το. – Εσύ που τον ξέρ΄ς, της λέει κείνος, να πάς να τον φέρ’ς εδώ. Πήγε τούπε του Προφήτ’ Ηλία και κατέβ’κε στον πρόεδρο. – Συ πούκανες τέτοιο θάμα στη γυναίκα, μπορείς να κάν’ς και το θεό να βρέξ’. – Να κάμετε λιτανεία στο Θεό. Αυτοί πιάσανε κ προσκυνούσαν τα δέντρα και τα ράχτια. Περίμεναν ύστερα να βρέξη, τίποτα. Αρχεύει τότε ο Προφήτ’ Ηλίας να κάνη δέηση. Σήκωσε τα χέρια του και παρακάλαε τον αληθινό Θεό. Σ’ ένα τέταρτο της ώρας άρχεψε να συννεφιάζ’ ο ουρανός, να μπουμπουνίζη, κι έπιασε βροχή που κράτησε τρία μερόνυχτα. Ποταμός έτρεχε το νερό. Τα σπίτια γιόμωσαν. Τώρα άρχεψαν να παρακαλούν σταματήσ’. Λένε της γριάς : - Να πά να τον φέρ’ς να μας σταματήσ’ τη βροχή, αλλιώς θα πνιγούμε. Πάει η γριά στο βουνό, βρίσκει τον Προφήτ’ Ηλία, του το λέει. Κατέβηκε εκείνος πάλι στο χωριό. – Θα μου φέρετε, τους λέγει, πέντε φορτία ξύλα. Φέρανε τα ξύλα και τα στοιβάξαν, κάμαν ένα καμενάκ’ (σωρό). – Φέρτε μου τώρα και νερό πολύ. Τούφεραν το νερό, πήρε αυτός έναν dενεκέ κι άρχισε να βρέχει τα ξύλα. Αφού τα ‘βρεξε καλά, τραβάει ένα σπίρτο και τους βάνει φωτιά. Έγινε dουμάνι καπνός, που γέμ’σε ο ουρανός. Πήγε πάνω και σταμάτ’σε τη βροχή. Είδανε κι αυτό το θαύμα οι δωλολάτρες κι’ επιστέψανε στο Θεό. Ύστερα ο Προφήτ’ Ηλίας ανέβ’κε πάλι στο βουνό του και κάθ’σε εκεί. Κάθεται πάντα στο βουνό και προσεύχεται και προφητεύει. (Τεπτιλ’ = δηλ. μεταμφιέσθη, άλλαξε,) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Κάποτ' ανοίγ' ο ουρανός. Μια νύχτα (ήτανε των αγίων Αποστόλων) είδα κατά το νοτιά δυό – τρείς φορές κι άνοιξαν οι ουρανοί και κλείσανε. Ότ' έχεις να πής κείνην dην ώρα, γίνεται. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1940)
Thumbnail

Σε τούτο το Κάστρο, στον Άη Νικόλα (Γάϊος) εγενότουνε κάποτε πολιορκία κι οι κλεισμένοι αναγκαστήκανε ως και ποντίκια να φάνε. 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
Thumbnail

Στη γιορτή του Αγ. Βησσαρίωνα (15 Σεπτεμβρίου) την παραμονήν έρχονται τακτικά στο λιμάνι του Βαθιού ένα ζαργανόψαρο ως 15 -20 οκάδες ψάρι του Αγίου. Μια χρονιά ένας Μήτσος Σακκάς το σκοτώσανε και το πουλήσανε. Αλλά δε εδώσανε λεφτά (μερίδιο) του Αγίου. Έτσι από τότε δεν ξαναφάνηκε ζαργανόψαρο. (Βλ. και σελ. 45, 53, 509) 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 55
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (541)Συλλογέας
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (541)
Τόπος καταγραφήςΠαξοί (74)Ιθάκη (60)Καρδίτσα, Ρεντίνα (45)Κέρκυρα, Οθωνοί (39)Καρδίτσα, Αηδονοχώρι (39)Καρδίτσα, Θραψίμι (37)Λευκάδα, Μεγανήσι, Βαθύ (37)Καρδίτσα, Σμόκοβο (27)Λευκάδα, Μεγανήσι, Κατωμέρι (23)Κέρκυρα, Ερείκουσα (21)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1950 - 1960 (483)1940 - 1949 (46)1937 - 1939 (12)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.