• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Τόπος καταγραφής 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Παραδόσεις
  • Τόπος καταγραφής
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 1-20 από 39

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Άκουσα απ’ την Αναστάσαινα, ότ’ είναι γυναίκες και χορεύουνε. Ότι πέρασ’ ένας εκεί κι ηθέλανε να τον χαβώσ’νε (να τον πάρουνε) της άρπαξε το μαντήλι, του το ζήταε, δεν της το’ δωσε, όσο που την ανάγκασε να γίνη γυναίκα του (παραδόθ’κε). Έπειτα έτυχε να θέλ’ να χορέψ’νε. Του ζήτησ’ το μαντήλ’ της το ‘δωκε. – Δεν πα’ να χορέψ’ς, γυναίκα; - Θα πάω, αλλά θέλω να μ’ δώσ’ς το μαντήλ’. Της το ΄δωσε. Αλλά... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Άλλο οι Νεράϊδες. Αυτές βγαίν’νε σ’ αλώνια, το βράδ’ προπάντων και χορεύ’νε. Τσ’ είδανε. Τραγούδια άκουσα κι εγώ εδώ στον Τύμπανο. Ήμουνα δραγάτ’ς και τ’ άκ’σα, πολλές φορές. Πάντα βγαίν’νε σε ράχες και χορεύουνε. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Αγία Παρασκευή. Κεντρική ενορία του χωριού. Επί Καραϊσκάκη, ήτανε μια παλιά μικρότερη πιό πάνω, επίσης η Αγία Παρασκευή. Πέρασε από δώ ο Καραϊσκάκης ( ο Γιώργης) και τη σκέπασε. Μάζεψε ξύλα από τα σπίτια τα καμένα και κεραμίδια. (Οι Τούρκοι είχανε κάψει όλο το χωριό). 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Από τη γέφυρα περνώντας, ρίχνουν κουλούρι ή ασήμι, για να μη τους κάμη κακό η Λάμια. Πάει Σμόκοβο, Θραψίμ’, Λακρέσ’ η ίδια Λάμια παλιότερα ιδίως. Μια φορά η Λάμια βγήκε μπροστά και σταμάτησε το συμπεθερικό. Δεν θα περάσετε, αν δε μου πήτε το τραγούδι μ’. Η νύφη το ‘ξερε. Την είχανε δασκαλέψει. Ντόπιες νύφες περνάν ελεύθερα. (α’ νόμισμα, β’, και γ’ φορά. Την πρώτη κάτι πρέπει να δώσουν). Οι ξένες δεν... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Ένας ερχόνταν από τη Ρεντίνα και τον περίλαβαν. Τραβώντας τον κατήφορο, τον βασάνιζαν. Αυτός πιάνονταν, άλλος τον στούμπαε, άλλος τον καβαλίκενε, ώσπου λάλησαν τα κοκόρια κι έφ’γαν. Αλλ’ αυτός πέθανε. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Ένας μουλόγαε εδώ για το μύλο. Ου μ΄λουνάς πέρασε από την Κουφάλα κι τη βρήκι μέσα και χτινίζονταν. Νεραϊδοσφόντυλο, το βρήκε παράμερα. Μαύρο – καφένιο, μικρότερο. Κι όποιος το βρη, τόχ’ για φυλαχτικό για τα πράματα. Είχαμε ένα εδώ, μα τώρα με τη φόβγα, εκπατρισμός εξ αιτίας των συμμοριτικών γεγονότων 1944 – 48, το χάσαμι. Περίεργο το υλικό του (ούτε φίλντισι, ούτε μέταλλο, σαν μεταλλόπετρο). 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Έχω ακούσ’ απ’ αλλουνούς, ότι σ’ αυτό το ρέμα πάει και φωνάζει και σχηματίζεται, να πούμε, σα γίδα, σα γελάδι. Κι να γνωρίζ’ τα γίδια, άμα είναι ξένα, πάει και τα κυνηγάει. Το ίδιο και τσ’ ξένος. Ήφερις 5 πράματα στο δ’κό μ’ το κοπάδ΄. Πααίν’ κι τα κυνηγάει. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Είναι σαν αέρας η Λάμια. Καθώς σχηματίζεται γυροβολιά, σα φτερωτή Ανεμορούφουλας. Μπορεί να πάθ’ς απ’ αυτό. Άμα σι τυλίξ’ μπορεί να μουτέψης, να χάσ’ς τη φωνή σου. Πάντα να ‘χ’ς απάνου σου ή λίγο μπαρούτ’ ή ένα πατσαβούρι καμμένο (σκρούμπο). Είναι φυλαχτ’κό. Παρακάλα κι τον Θιό. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Είναι σαν αέρας η Λάμια. Καθώς σχηματίζεται γυροβολιά, σα φτερωτή. Ανεμορούφουλας. Μπορεί να πάθ’ς απ’ αυτό. Άμα σι τυλίξ μπορεί να μουτέψης, να χάσ’ς τη φωνή σου. Πάντα να χ΄ς απάνου σου ή λίγο μπαρούτ’ ή ένα πατσαβούρι καμμένο (σκρούμπο). Είναι φυλαχτ’κό. Παρακάλα κι τον θιό. (Αυτά κι για τη Λάμια και για τη Νεράϊδα). 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Η Λάμια

    Είχα πάει στο μύλο άλεσα λοιπόν κατά τις 12 η ώρα κι έβρεχε. Ακούω στο ρέμα βρονταίς, σίδερα και πέταξε και φωτιά. Ματαπίσω βροντοκόπ΄σε το σίδερο κι έλαμψε πάλι. Ακούω πάλι τα ίδια. Περνάει ύστερα μπροστά μ’, σταμάτ’σα το πράμα. Προσδιάβηκε μπροστά μ’ σαν φωτιά, έλαμπ’ ο τόπος. Δεν έκρινα ντιπ! Προσδιάβηκε, δε με πείραξε.
    

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Στο Ξεσκούφωμα

    Εκεί τσ’ ξεσκούφωσαν τις γυναίκες οι Αρβανίτες. Κι έπειταν έκαψαν το χωριό. Κατόπιν πέρασ’ ο Καραϊσκάκης κι έφκιαξε την εκκλησία.
    

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Η γριά έβγαλε τ'αρνιά και τα κατσίκια κι είπι ''Πρίτς Μαρτάκο μου, τάβγαλα τ'αρνοκάτσ'κα μ'>. Λέει ου Μ. Στο Φλεβάρ'. -Δώσε με 2 μέρες να την κάμω τη γριά να μπή απ'κατ'απο το γάστρο. Της πήρε τις 2 μέρες απ'το Φλεβάρη και την έκαψε. Γι αυτό έχει 28 μέρες ο Φλεβάρης. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Η Λάμια σκηματίζεται σε διάφορα. Γάτα, γυναίκα, γίδα, ενώ η Νεράϊδα πάντα γυναίκα. Κι η Λάμια έχ’ σύνορο δεν προχωράει πέρ’ απ’ το ποτάμι της. Η νεράϊδα σε ύψωμα, αλώνι. Όχι σε ρέματα. Πραγματικά. Το σκυλί καταλαβαίνει, αλλά δε συνερίζεται. Δε φοβάνται. Τα πράματα προγκίζονται. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Ήταν ένας εδώ στο χωριό μας κι είχε μια καλύβα κι εζούσε μακριά, έξω στα πράματα. Τότες λοιπόν απού γύρ’ζε στη γης ο Χριστός, περνούσε από τα διάφορα σπίτια, πλούσια και φτωχά, πέρασε κι απ’ αυτουνού την καλύβα. Τους έπιασε, λέει, όπως γύριζε με τας μαθητάς και μια νεροποντή απ’ δεν είχανε και που αλλού να πάνε. Πήγε μπροστά ο Χριστός και τ’ χτύπησε την πόρτα. – Άνοιξε, ευλογημένε μ’, να μας φιλοξενήσης.... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στο δρόμο διψασμένο θα τον δίν’ς. Ύστερα θα ξαναγυρίζ’ς. Απάν’ στα τρία χρόνια πέρασ’ ένας δρομή. «Σταμάτα... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Παναγία

    Και στην Παναγία την Προυσιώτισα τρύπ'σε το βουνό η Παναγία, από την Προύσα, Δεμρλί, Φανερωμένη, τρύπ'σι βουνά και πήγε στον Προυσό.
    

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Μολογάνε ότι όποιος έβαλε να φάη κρέας ‘κείν’ την ημέρα (τ’ άη Γιαννιού, 29 Αυγούστου), έβρηκε χέρι ή ποδάρ, μέσα στη ζ’μαρόπιττα (που έβαλαν βούτυρο ή ξινότυρ’) και δεν το ‘φαγαν. Βρήκαν δάχτυλο μέσα στο κρέας που έβραζαν και δεν ξαναρτύθηκε κανένας. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Προφήτης Ηλίας

    Ο Άη Λιάς ήταν του βουνού άνθρωπος και πάντοτε στα βουνά είχε να κάμ', στις ράχες. Εμαλώσαν και με τον Άη Ν'κόλα που ήταν πρώτα μαζί κι εχώρ'σαν κι είπαν να πάη ο ένας στη θάλασσα, ο άλλος στα βουνά. Ο Άης Γιάννης είναι για τη θερμασά. Τ'ν είχαμι πουλύ άλλη φορά στο χωριό
    

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Ο Γέρο Γιαννακός, έλεγε πως στο Γεωργέϊκο το σπίτι, είν' ένα βακούφ'κο. Εκεί ήταν εκκλησάκι. Κι του εικόνισμα το βρήκανε στη σημερινη θέση, όπου έχτισαν την εκκλησία. (Εάν να πούμε, έχει προτίμησι η Παναγία). 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Ο Ιούδας εκριμάστ΄κε απ’ την κουτσ’πιά γι αυτό και λέγεται και δέντρο του Ιούδα. (Όμως δεν το διώχνουμε κάνει λουλούδια). 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτή η συλλογήΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.