dc.contributor.author | Άγνωστος συλλογέας | |
dc.coverage.spatial | Αρκαδία | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:10:50Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:10:50Z | |
dc.date.issued | 1934 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/298117 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Είχα στο χωριό μου γειτόνισσα μιάν άλλη γρηά πλούσια και νοικοκυρά, που είχε στα υπόγεια της κρασιά πολλών χρονών και μοσχοβολημένα, την Κυρά Γιώργαινα. Εκεί στο αρχοντικό της εκόνευε συχνά η άλλη γρηούλα και τάλεγαν. –Καλή ώρα Κυρά –Γιώργαινα. –καλώς την Κατερίνη. Αμ’ τι κάνεις τσούπα. –Καλά γέμ’ τι γίνεσαι σύ, πώς ήταν και τούτο. –Άμ’ τι να γίνω Κυρά Γιώργαινα μου, να, έχω από την αυγή που μούρχεται μια λιγούρα και τρέμουν τα πόδια μου.. Εις το άκουσμα της λέξεως <λιγούρα> η Κυρά- Γιώργαινα ως από συνθήματος άρπαξε ένα τσουκάλι, το έκρυβε κάτω από την ποδιά της κατέβαινε στο υπόγειο, το εγέμιζε κρασί και εγύριζε.λ Έπλενε ύστερα ένα ποτήρι και τη στιγμή που ήταν έτοιμη να το γεμίση προς εξόντωσιν της λιγούρας η γρηούλα έλεγε απλώνοντος το χέρι. –Άμ’ ντε που ήσαν τα μούτρα μου εμένα και για κάμποσο ποτήρι δόμου το τσουκάλι να πιώ. Αισθανόταν η κακομοίρα ανίκητον πόθο να βουτής τη μούρη της στο τσουκάλι. Η Κυρά –Γιώργαινα το έδινε. Αυτή χτυπούσε μια φορά τη γλώσσα της στον ουρανίσκο, έγλυφε τα μαραμένα και ξερά χείλη της και άρχιζε τη χαιρετούρα : Ες υγείαν καλόπιοτο καλή ψυχή καλά χαμπέρια καλά δεξίμια από την ξενιτιά νάν καλά δεξίμια από την ξενιτιά νάν καλά ο Κύρ- Γιώργης μια καλή τύχη στα παιδιά. Έπειτα έφερνε το τσουκάλι στο στόμα, ή καλλίτερα έχωνε το στόμα στο τσουκάλι, και έπινε η κακομοίρα, έπινε.. Ένας αδιάκριτος παρατηρητής θα επείθετο από το γοργό, το άτακτο και παλμικό ανεβοκοτέβασμα της καροτίδος, ότι η διψασμένη γρηούλα υδρεύετο πλουσίως. Τι να σου κάνει η άραχλη, σαρανταπέντε χρόνια χήρα! Την έφαγε η ανομβρία! –Φτάνει πειά! Εφωνάζαμε εμείς τα γειτονόπουλα καμμιά φορά από κάτω. Αλλά που αυτή να ξεκολλήση από το τσουκάλι. Έτινε και γύριζε και προς εμάς απειλητικά και κάτασπρα τα μάτια της και μας κάρφωσε στον τόπο. Έδινε ύστερα το τσουκάλι, εσόυφρωνε σφιχτά τα χείλη κι έλεγε : -Μμμμ γιατρικό είναι το βλοημένο. Η Κυρά Γιώργαινα έπερνε το τσουκάλι έριχνε μέσα μια εκτιμητική ματιά και ειρωνευομένη της έλεγε : <Πιέ μια στάλα ακόμα καυμένη που το φίλησες αμ’εσύ το καψεραυγάτισες! –Άμ’ εδώ ξανάιμαστε δεν είναι και για χόρταση! Ήταν κατά τα άλλα καλόψυχη και πονετική γυναίκα. Άς είναι αλαφρό το χώμα που τη σκεπάζει. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄ | |
dc.relation.source | Εφημ. “Αρκαδικός τύπος” , 4 Νοεμβρίου 1934 | |
dc.relation.sourceindex | Αρκαδικός Τύπος, 1934 | |
dc.relation.sourcetype | Εφημερίδα | |
dc.description.bitstream | D_PAA_06721w | |
dc.subject.legend | Σύμμεικτα | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 264644/Αρκαδία | |