JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Μονόκερο = μονόκερας εύδος μεγάλου σταυρού τον όρας Άθω, ός τιθέμενος εν τω ύδατι αναδίδει φυσαλίδας. Το ύδωρ δε τούτο καταπαύει τον εμετόν, τοις μετά πύθου 'ς πίστεως πίνονος.