Μια φορά πηγαίνουνε οι δεσποτάδες να κάμουνε σύνοδο. Εκλούθανε κι ο Σπυρίδωνας γηραλέος με τον υποταχτικό ντου. Οι άλλοι τον είχανε για ανεμπαίγνιδο, και δεν εθέλανε να πηαίνη μαζί ντως. Φτάνουν σ’ ένα χάνι και ξωμένουνε. Την ταχινή νύχτα, νύχτα σκώνουνται οι άλλοι και του σφάζουνε τσι γαιδάρους κι απόκειας μισεύγουνε. Ξυπνά την ταχινή κι ο ευλογημένος ο Σπυρίδωνας και πέμπει τον υποταχτικό ντου να στρώση τσι γαϊδάρους. Γιαγέρνει και του λέει: “Ευλογημένε Σπυρίδωνα, εσφάξασι μας τσι γαϊδάρους. - Και ίντα λες, μωρέ, εκειά; - Ναι, εσφάξασι μας τσις. - Να πας να βάλης του γαλανού την κεφαλή, στο λαιμό του μαύρου και του μαύρου στο λαιμό στου γαλανού, κι απόι να τώσε μιλήσης κι αυτοί δα σκωθούνε. Κάνει το κιόλας ετσά ο υποταχτικός και σκώνουνται οι γαϊδάροι. Καβαλκεύγουνε κι επηαίνανε. Στο δρόμο τσ' ήπιασε χειμώνας κι εβρέχουντανε κι επηαίνανε. Φτάνουνε σ’ έναν ποταμό καληώρα σαν τον Μεγάλον Ποταμό. Πάνε οι άλλοι δεσποτάδες να περάσουνε, πράμα! “Κι ίντα δα κάμωμε, εδά Σπυρίδο;” Λένε στον ευλοημένο τον άγιο Σπυρίδωνα. - Ε, εσείς λαλείτε μουλάρια μπήτε στον ποταμό. - Μπα! Δε μπαίνουμε”. Σκώνει ο ευλοημένος ο Σπυρίδος τη βέργα ντου, σταυρώνει τον ποταμό και διακόβγει και περνούνε. Πάνε αργά σε μιαν πολιτεία απού ’τονε χαϊμένη η φωθιά. Αυτοί είναι βουρίδι, απού δεν έχουνε στεγνή κλωστή μούδε στην αμασκάλη από κάτω. Θέλουνε να στεγνώξουνε, μα πώς; “Κι εδά ίντα δα κάνωμε; - Επαέ στο μπολίδι μου έχω ’γώ έναν κάρβουνα και να δούμε αν άφτη ακόμη”. Λει το μπολίδι ντου και βγάνει έναν κάρβουνο από το ρούκονά ντου κι άφτουνε φωθιά και στεγνώνουνε. Οι δεσποτάδες να δούνε να βγάλη το κάρβουνο εμαραθήκανε. “Μωρέ! πλια καλός είναι τούτος από μας”. Πάνε στη σύνοδο, ο Αρειός ήλεγε πως ο θεός είναι δισυπόστατος, οι άλλοι κι ο Σπυρίδωνας λέγανε, πως είναι τρισυπόστατος. Πιάνει ο ευλοημένος ο Σπυρίδος ένα γαστρί και τώσε λέει: “Ένα γαστρί δεν είναι κειονέ; Ξανοίγετε το δα”. Σφίγγει το και πάει η φωθιά από το νερό κάτω και το χώμα έμεινε στη χέρα ντου. “Ε, ετσά ’ναι δα κι ο θεός. Τρία πρόσωπα, μα μια η θεότητα. Προσκυνούμε πατέρα, υιό και άγιο πνεύμα”. [απόι = κατόπιν, βουρίδι = κάθυγρος, μπολίδι = ανδρικό μαντήλι μεγάλο].
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, Λασίθι, Άγιος ΓεώργιοςΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Αρ. 1381 Α, σελ. 44 – 46, Μ. Λιουδάκη, Λασίθι, Άγιος Γεώργιος, 1939Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1381 Α, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Διάλεκτος - ΚρητικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΜΕΣτοιχεία πληροφορητή
Πιταρίδης, Μανόλης Άνδρας 89Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.