Το τίμιο ξύλο
Ήτανε ένας Μανώλ'ς. Ήτανε κλέφτης, αλλά έκανε καλωσύνες πολλές. Πάdρευε τις φτωχές. Γινόdαν τιπτίλ' κι δεν dον έπιανι μολύβ. Είχ' ένα bερbέρη που τον bιστεύγουdαν κι πήγαινι στα λιμέρια τ' κι τον bαρbερ'ζι. Οι Τούρκοι συννενοηθούκαν μαζί τ' οτι κείν' dην ώρα π' εγώ θα dον αλείψου σαπ'νάδα για να ξυρ'στή, κείν' dην ώρα ο Μανώλ'ς θα βγάλη το τίμιου ξύλου, για να dον πιάσ' το ξυράφ'. Μι το bαλdά του δώκαν μια στα μούτρα κι τον σκότ'σαν. Δε φοραγε μαθέ, το τίμιο ξύλο. Άμα τελειώσι αυτό, πέφτ'νε του bαρbέρ' τα σανίδια κι σκότωσι αυτόνι π' τον bρόδωσι. Ο Θιός είδι την αμαρτία.
Place recorded
Μικρά Ασία, ΑδραμύττιοRecording year
1940Source
Αρ. 1446 Β, σελ. 254, Δ. Λουκάτος, Λέσβος, Πρόσφυγες Αδραμυττίου, 1940Collector
Source index and type
1446 Β, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT