Ο ζευκάς κι η λεφανταριά
Μιαμ μέρα ο θεός εκατέβη στον κόσμο. Έγινεν γεροντάκι κι εγύριζεν να δή τι κάμνουν οι αθθρώποι. Πρώτα επήε στο ζευκά και τον είδε ζευκαρίζει. Πάνω στο άλετρον του δεν είχε σκοινί και για να γυρίση τα βώδκια του στην άλλην άκρια του χωραφκιού, έμπρεπε να τα ξεζεβλώση. Ο θεός τον ελυπήθηκεν και του έδειξεν να μπλέξη ένα σκοινί με βρούλλα κι έτσι δένοντας τα βώδκια από τα κούτουλα να μπορή να τα γυρίζη χωρίς να τα ξεζεβλώνη. Με τον τρόπον αυτόν ο ζευκάς έκαμνε πολλή δουλειά στο χωράφιν του. Ύστερις ο θεός επήε στη λεφανταριά και την ηύρεν να φαίνη χωρίς πατήτρες. Έκοβγεν την κλωστήν για να ξαναπεράση το μακούκκι από την ίδια μεριά. Ο θεός την ελυπήθηκε και της είπε να βάλη πατήτρες και χτυπώντας το πέταλο να ρίχνη το μακούκκι πρώτα από την μια κι ύστερις που την άλλη μεριά. Όπως της είπεν, έκαμεν κι επροώδευκεν η δουλειά της. Με καιρόν εξαναπέρασιν ο θεός για να δή τι κάμνει ο ζευκάς και η λεφανταριά. Επέρασε που τον ζευκά και τον ρωτά :<Ποιος σε έμαθεν να ζευκαρίζης με τον τρόπον αυτό και προοδεύκει η δουλειά σου;><Ο θεός>, είπεν ο ζευκάς. Ο θεός ευκαριστήθηκε με την απάντησιν αυτή του ζευκά και τον ευλόγησεν να σπέρνη έναν κουννίν και να κάμνη εκατό. Έφυγεν ευχαριστημένος που τον ζευκάν ο θεός κι επή(γ)ε στη λεφανταριά. –Ποιός σε έμαθεν να φαίνης έτσι; Την ερώτησεν ο θεός. –Μοναχή μου, είπε με περηφάνειαν η λεφανταρκιά. Εθύμωσεν ο θεός και την εκαταράσθη να δουλεύη νύχταν μέρα,να φαίνη, να ξεφαίνη και να βάλλη το φάμμαν της που κάτω που την αμασκάλη της και να το παίρνη στον ποταμό να το λευκαίνη. (ξεζεβλώση= να βγάλη τις ζέβλες τα καμπυλωτά ξύλα του ζυγού που περισφίγγουν τον λαιμόν των βοδιών, πατήτρες= Σαίτα)
Τόπος Καταγραφής
ΡόδοςΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Αναστ. Βρόντη, Ροδιακά, τομ. Α', Αθήναι, 1939, σελ. 61- 62, αρ. 3Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Ροδιακά, Α, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT