Μια φορά η Παναγία ζήτησεν από το γιό της να πάη στην κόλαση να δή πως ζούνε οι κολασμένοι. Την πήρανε λοιπόν οι άγγελοι και την πήγανε κι είδε. Κέινοι που κρυφακούνε κρέμουνταν από τα’αυτιά. Κέινοι που κάνουν ρουφιανιές, που κατηγορούν, που βλαστημούν κρέμουνταν από τη γλώσσα. Κείνοι που κοιμούνται την Κυριακή που λειτουργούν οι εκκλησιές κάθονταν πάνω σε πυρωμένα σκαμνιά. Κέινοι που πάνε με τις αδελφές και με τους γαμπρούς τους καίονταν μέσα σε πυρωμένα καζάνια. Η Παναγία στεναχωρέθηκε πολύ και λέει στους αγγέλους. Ελάτε να παρακαλέσωμε όλοι τόθε ό, να τους αναπαύση. Πέσανε, λοιπόν όλοι σε προσευχή κι ο θεός άκουσε την προσυχή τους και τους αφήνει πενήντα μέρες το χρόνο και βγαίνουν έξω από την κόλαση, από το Πάσχα ως το Σάββατο του ρουσαλιού. Γι αυτό κι οι αποθαμένοι λένε : ‘’Του ρουσαλιού το Σάββατο να πάη και να μην έρθη.’’ (Το Σάββατο το προ της πεντηκοστής)
Τόπος Καταγραφής
Λακωνία, ΣπάρτηΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Αρ. 1372, σελ. 57 – 58, Μ. Λιουδάκη, Σπάρτη, 1939Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1372, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT