JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Αγγελοκρούζω = τρομάζω άλλον, καταπλήσσω αιφνιδίως, εξολοθρεύω. Η λέξις εκ της θρησκευτικής παραδόσεως, καθ’ ήν άγγελος Κυρίον καταβαίνων ηπείχει τους ασεβείς (ιδίως εν τη Π. Δ.) και δια τεράτων κατέπλησσεν αυτούς ή και εξωλόθρευε. Αγγελόκρουσμα, το = αντικείμενον σφοδρού αιφνιδίου τρόμου. Αγγελοκρουσμός, ο = σφοδρός αιφνίδιος φόβος 2 αντικείμενον δυνάμενον να επιφέρη τοιουτόν τι "αυτή είν’ αγγελοκρουσμός’’
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές