Ο Πεταλωτής κι ο Χριστός
Μια φορά ένας πεταλωτής απεφάσισε ν’αγιάση επούλησε λοιπόν όλα του τα υπάρχοντα και με τα χρήματα αγόρασε πέταλε και καρφιά και πήρε ένα σφυρί, μια τανάλια κι έν’ αμόνι κι έκατσε σ’ένα πέρασμα και καλίγωνε του κόσμου τα μουλάρια χάρη. Τότε πέρασε κι ο Χριστός με τους μαθητάς και του καλίγωσε το γαιδουράκι του. Ο Χριστός τον ερώτησε τι κάνει το καλίγωμα και εκείνος του είπε δεν κάνει τίποτα. Τότε ο Χριστός του είπε : Αφού δεν θέλεις χρήματα, πέσε μου τι άλλη χάρη να σου κάνω. Ο πεταλωτής τότε για τους κάνη να τον ξεφορτωθούν, γαιτί δεν ήξερε με ποιους είχε να κάνη, τους λέει, όποιος κάθεται σε κείνη την καρυδιά και λέω εγώ, να κολλάη και όταν λέω εγώ, πάλι να ξεκολλάη. Τι άλλο θέλεις, του λέει ο Χριστός. Τότε : Άι-Πέτρος του λέει κρυφά: καλή ψυχή. Σώπα μπρέ, του λέι, δεν θέλω καλήν ψυχήν, θέλω όποιος κάθεται σε τούτο το σκαμνί να κολλάη και πάλιν όταν εγώ λέω, μα ξεκολλάη. Τι άλλο, τον ερώτησε. Όποιος μπαίνει σε τούτο το σακκουλάκι, να μη βγαίνη, αν δεν λέω γώ άλλο τίποτα. Να πεθάνω, όταν θέλω εγώ. Ε καλά του είπεν ο Χριστός, γεννηθήτω το θέλημα σου και έφυγε. Πέρασε από τότε κάμποσος καιρός και οι καρυδιές δέσανε τα καρύδια και μια μέρα ανεβήκανε κάμποσα παιδιά του χωριού να κλέψουν καρύδια. Ο πεταλωτής που θυμήθηκε τα λόγια του Χριστού, είπε να κολλήσουν και αμέσως τα παιδιά εκόλλησαν. Τότε πήρε ένα δαυλί, τους έρριξε ξύλο όσομπορεσε και τα άφηκε. Έπειτα από λίγον καιρό βάρεσε το δάχτυλό του με το σφυρί και είπε : Ώ να πάρ’ο διάβολος εμένα και την ψυχή μου και αμέσως ήρθε ένας διάβολος. –τι θέλεις; Του λέει- Δεν θυμάσαι, που είπες του Χριστού, ότι θα πεθάνης όταν θέλεις; Έ τώρα δεν μου μίλησες; Έλα λοιπόν , ετοιμάσου για φευγάλα, γιατί έχουμε να τραβήξουμε δρόμο- Κάθισε μια στιγμή ευτού στο σκαμνί να νιφτώ κι έφτασα. Έκατσε ο διάβολος κι εκόλλησε. Έλα τώρα του λέει ο πεταλωτής γιατί βιάζομαι. Δεν μπορώ του λέει. Πολέμησε, πολέμησε να ξεκολλήση αλλά τίποτα. Τότε έκανε συμβόλαιο με το διάβολο, να του αφήση να ζήση δέκα χρόνια και τον αφήκε. Όταν περάσανε τα δέκα χρόνια, ο διάβολος ηρθε με όλο του τ’αστέρι. Έλα του λέει, τώρα δε γλυτώνεις και φωνάζανε όλοι έλα, έλα, έλα. Τε σείς, σαν μύγες κάνετε κακουτέληδες και μύγες γινόμαστε, και μύγες του είπαν. ‘’Ά γινήτε μύγες, τους λέει και γινήκανε. Τότε τους είπε αυτός. Τι λέτε, χωράτε όλοι σε τούτο το σακκούλι; -Χωράμε ναι, ναι, του είπαν και μπήκανε τότε και κείνος έκλεισε το στόμα, πήρε ένα σφυρί, έβαλε το σακκούλι στο αμόνι και τους κατατσάκισε. Τότε κάνανε συμβόλαιο άλλο και τον άφηκαν να πεθάνη, όταν θέλη αυτός. Τότε τους αμπόλυκε και φύγανε, άλλοι κουλλοί, άλλοι κουτσοί και άλλοι κοψομεσασμένοι. Έζησε λοιπόν κάμποσα χρόνια και όταν βαρέθηκε την ζωή του, απεφάσισε να πεθάνη. Πέθανε λοιπόν και τράβηξε κατ’ευθείαν στον Παράδεισο βρόντηξε και βγήκε ο Πέτρος. –Τι θέλεις; Του λέει-Να μπώ μέσα. – Άμ δε θυμάσαι που σου έλεγα να γυρέψης καλήν ψυχήν και δεν ήθελες; Πήγαινε λοιπόν στην πάρα πέρα πόρτα και εκεί θα σου ανοίξουν. Πήγε, βρόντηξε και άνοιξε η πόρτα του Άδου και μπήκε μέσα άλλα οι κουτσοί και οι σακάτηδες διαβόλοι που τους είχε σακατέψει, αυτοί, μόλις του είδανε, αρχίσανε τις φωνές: όξω! Όξω! Ήρθε ο καταραμένος να μας βάλη πάλιν στο σακκούλι και τον βγάλανε με τα κλωτσιές όξω. Και έτσι δεν πήγε, ούτε στην κόλαση, ούτε στον παράδεισο , αλλά έμεινε έξω.
dc.contributor.author | Ζαλούμης, Γ. | |
dc.coverage.spatial | Λακωνία, Σπάρτη | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:10:23Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:10:23Z | |
dc.date.issued | 1914 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/297462 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Μια φορά ένας πεταλωτής απεφάσισε ν’αγιάση επούλησε λοιπόν όλα του τα υπάρχοντα και με τα χρήματα αγόρασε πέταλε και καρφιά και πήρε ένα σφυρί, μια τανάλια κι έν’ αμόνι κι έκατσε σ’ένα πέρασμα και καλίγωνε του κόσμου τα μουλάρια χάρη. Τότε πέρασε κι ο Χριστός με τους μαθητάς και του καλίγωσε το γαιδουράκι του. Ο Χριστός τον ερώτησε τι κάνει το καλίγωμα και εκείνος του είπε δεν κάνει τίποτα. Τότε ο Χριστός του είπε : Αφού δεν θέλεις χρήματα, πέσε μου τι άλλη χάρη να σου κάνω. Ο πεταλωτής τότε για τους κάνη να τον ξεφορτωθούν, γαιτί δεν ήξερε με ποιους είχε να κάνη, τους λέει, όποιος κάθεται σε κείνη την καρυδιά και λέω εγώ, να κολλάη και όταν λέω εγώ, πάλι να ξεκολλάη. Τι άλλο θέλεις, του λέει ο Χριστός. Τότε : Άι-Πέτρος του λέει κρυφά: καλή ψυχή. Σώπα μπρέ, του λέι, δεν θέλω καλήν ψυχήν, θέλω όποιος κάθεται σε τούτο το σκαμνί να κολλάη και πάλιν όταν εγώ λέω, μα ξεκολλάη. Τι άλλο, τον ερώτησε. Όποιος μπαίνει σε τούτο το σακκουλάκι, να μη βγαίνη, αν δεν λέω γώ άλλο τίποτα. Να πεθάνω, όταν θέλω εγώ. Ε καλά του είπεν ο Χριστός, γεννηθήτω το θέλημα σου και έφυγε. Πέρασε από τότε κάμποσος καιρός και οι καρυδιές δέσανε τα καρύδια και μια μέρα ανεβήκανε κάμποσα παιδιά του χωριού να κλέψουν καρύδια. Ο πεταλωτής που θυμήθηκε τα λόγια του Χριστού, είπε να κολλήσουν και αμέσως τα παιδιά εκόλλησαν. Τότε πήρε ένα δαυλί, τους έρριξε ξύλο όσομπορεσε και τα άφηκε. Έπειτα από λίγον καιρό βάρεσε το δάχτυλό του με το σφυρί και είπε : Ώ να πάρ’ο διάβολος εμένα και την ψυχή μου και αμέσως ήρθε ένας διάβολος. –τι θέλεις; Του λέει- Δεν θυμάσαι, που είπες του Χριστού, ότι θα πεθάνης όταν θέλεις; Έ τώρα δεν μου μίλησες; Έλα λοιπόν , ετοιμάσου για φευγάλα, γιατί έχουμε να τραβήξουμε δρόμο- Κάθισε μια στιγμή ευτού στο σκαμνί να νιφτώ κι έφτασα. Έκατσε ο διάβολος κι εκόλλησε. Έλα τώρα του λέει ο πεταλωτής γιατί βιάζομαι. Δεν μπορώ του λέει. Πολέμησε, πολέμησε να ξεκολλήση αλλά τίποτα. Τότε έκανε συμβόλαιο με το διάβολο, να του αφήση να ζήση δέκα χρόνια και τον αφήκε. Όταν περάσανε τα δέκα χρόνια, ο διάβολος ηρθε με όλο του τ’αστέρι. Έλα του λέει, τώρα δε γλυτώνεις και φωνάζανε όλοι έλα, έλα, έλα. Τε σείς, σαν μύγες κάνετε κακουτέληδες και μύγες γινόμαστε, και μύγες του είπαν. ‘’Ά γινήτε μύγες, τους λέει και γινήκανε. Τότε τους είπε αυτός. Τι λέτε, χωράτε όλοι σε τούτο το σακκούλι; -Χωράμε ναι, ναι, του είπαν και μπήκανε τότε και κείνος έκλεισε το στόμα, πήρε ένα σφυρί, έβαλε το σακκούλι στο αμόνι και τους κατατσάκισε. Τότε κάνανε συμβόλαιο άλλο και τον άφηκαν να πεθάνη, όταν θέλη αυτός. Τότε τους αμπόλυκε και φύγανε, άλλοι κουλλοί, άλλοι κουτσοί και άλλοι κοψομεσασμένοι. Έζησε λοιπόν κάμποσα χρόνια και όταν βαρέθηκε την ζωή του, απεφάσισε να πεθάνη. Πέθανε λοιπόν και τράβηξε κατ’ευθείαν στον Παράδεισο βρόντηξε και βγήκε ο Πέτρος. –Τι θέλεις; Του λέει-Να μπώ μέσα. – Άμ δε θυμάσαι που σου έλεγα να γυρέψης καλήν ψυχήν και δεν ήθελες; Πήγαινε λοιπόν στην πάρα πέρα πόρτα και εκεί θα σου ανοίξουν. Πήγε, βρόντηξε και άνοιξε η πόρτα του Άδου και μπήκε μέσα άλλα οι κουτσοί και οι σακάτηδες διαβόλοι που τους είχε σακατέψει, αυτοί, μόλις του είδανε, αρχίσανε τις φωνές: όξω! Όξω! Ήρθε ο καταραμένος να μας βάλη πάλιν στο σακκούλι και τον βγάλανε με τα κλωτσιές όξω. Και έτσι δεν πήγε, ούτε στην κόλαση, ούτε στον παράδεισο , αλλά έμεινε έξω. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄ | |
dc.relation.source | Λ. Α. αρ. 1091 Β, σελ. 12, Γ. Ζαλούμης, Σπάρτη, 1914 | |
dc.relation.sourceindex | 1091 Β | |
dc.relation.sourcetype | Αρχείο χειρογράφων | |
dc.description.bitstream | D_PAA_06178w, D_PAA_06178w2 | |
dc.subject.legendtitle | Ο Πεταλωτής κι ο Χριστός | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΛΗ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 258657/Λακωνία, Σπάρτη |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.