JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Άτζελος, ο επί χριστιανικής ευνοίας 1) ως υπηρέται του Θεού 2) ως ψυχοπομποί των δικαίων 3) μτφ. επί σωματικής καλλονής ανθρώπου: είναι όμορφος σαν άτζελος. - Είδα τον ατζελό μου ες να κλέψω τη δουλειά = πολλα έπαθον μέχρι ου αποπερατώσω την εργασίαν μου (τούτο κατεγράφη και εις παροιμία)