Έχω ακουστά ότι η μητέρα του παιδιού παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα και σιγά, σιγά για να τον εξοντώσουν από το σπίτι, για να μην το έχη χαβαλέ (=ανεμπόδιο), τον κακομεταχειριζότανε μάννα και μητρυιός. Τον εβρίζανε, τον άφηναν νηστικό, του κάνανε κακή ζωή. Το παιδί εβαρέθηκε την καταφρόνια (που τον έδιωχναν ‘’φύγε από ‘δώ!)κι επήε αντίκρυ στην Ήπειρο. Εκεί επήε σε κάποιον τσουμπάνος. Επειδή όμως με αυτόνε τον τσέλιγκα δεν επερνούσε καλά, ανέβηκε σ’ένα βουνό κι εμπήκε σε μια σπηλιά όπου τον έπιασε ευλογιά, αρρώσρηε. Απάνου στην απελπισία του ένα βράδυ, εκάλεσε το Σατανά σε βοήθεια. –Σου παραδίνω την ψυχή μου, αλλά να με ενισχύσης και να μου δώσης τη δύναμι να πάω αντίκρυ, που κατοικεί η μάννα μου, να τους εκδικηθώ (με το ματρνιό)’’. Ώ! Του θαύμαντος! Έγινε η επιθυμία του. Επέθανε και αμέσως το ίδιο βράδυ ήρθε σαν φάντασμα στο σπίτι του κι άρχισε ν ακάνη φασαρίες και να τα γκρεμίζη όλα. Της εφώναζε τότε: Αντωνέλα, πουτανέλα και την έβριζε : Αντωνέλα – αντωνέλα (ή πουτανέλα)που ‘φαες την πιταρέλλα και δε μου ‘δωκες εμένα. Αυτό γινότανε κάθε βράδυ κι έκανε καταστροφές. Τη νύχτα ακονάντανε πως κόβει τους κλώνους. Το πρωί όμως βρισκόντανε στη θέσι τους άθικτα. Εκαλέσανε τους παπάδες κι εκάμανε αφορεσμό κι εβάλανε 3 καρφιά. Τα δυό ελυώσανε, το ένα μένει ακόμα κι ίσως ξαναρθή όταν λυώση. (Έτσι τιμωρία τους ήτανε κι όλη νύχτα επί μήνες δε μπορούσανε να ησυχάσουνε.)
Place recorded
ΠαξοίRecording year
1957Source
Λ. Α. αρ. 2250, σελ. 16 – 17, Δ. Λουκάτος, Παξοί, 1957Collector
Source index and type
2250, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT