Κάποιος ήτο στην Πόλι αφ’την Πόλι και ήρτε στο νησί και ύστερα πήρε το δρόμο για το χωριό με το φεγγαράκι πήρε το δρόμο της Πάγκαινας (βορ. Του χωρίου), ήτο φεγγαράδα σαν ημέρα. Όταν έφτασε στου Πουπούρου (βορ. Του χωρ.)γλέπει φώς στο χωράφι του συντέκνου του που ‘χε πεθάνει εδώ κ’ένα μήνα αλλά αυτός ‘έν το ‘ξερε γιατί έλλειπε. Φωνάζει ο νεοφερμένος σύντεκνος. Έ κουμπάρο εδώ είσαι. Έ ‘δώ είμαι λέει ο πιθαμένος. Πηαίνει και καθίζουν μαζί πίνουν κουκουζίνα (ούζο)κάθεται λί’ο κ’ύστερα λέει ο νεοφερμένος ο Πολίτης-έλα σύντεκνε ‘α πηαίνωμε για το χωριό-Πήαινε συ κ’εγώ θα ‘ρτω το πρωί. Έρχεται στο χωριό. Πάει στο απίτι του χτύπα την πόρτα του ‘νοίει η γεναίκα του. Καλώς ώρισες άντρα, τι ώρα ήρτες κ’ήρτες νύχτα. Όχι γεναίκα εγώ ερχόμουνα (ε)νωρίς αλλά βρήκα τον τάδε κουμπάρο και έκατσα λίο μαζί του κ’ήπιαμε και λίη κουκουζίνα κ’έπειτα εγώ έφυα και τον άφησα γιατί αυτός θα ‘ρτη το πρωί. Ποιον είπες άντρα, αυτός είναι ποθεμένος εδώ κ’ένα μήνα, μπα άντρα μου τι λές; Κ’ύστερα που ξημέρωσε κάλεσαν τον παπά και τον πήαν στο μέρος εκείνο που έβγαινε και κάναν τρισάγιο και ησύχασε η ψυχή του, που είχε γίνει βαρδάλακκος.
Τόπος Καταγραφής
Νίσυρος, ΕμπορειόςΧρόνος καταγραφής
1964Πηγή
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 388 – 390, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Εμπορειός Νισύρου Δωδεκανήσου, 1964Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2892, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT