Μια φορά επέθανε ένας Απεραθίτης στο βουνό και δεν ήταν εκεί αθρώποι να τόνε ληνυχτίσουνε, να τόνε φυλάουνε. Εβρικολάκιασενε κ’ήφυε κ’επήενε στη Σμύρνη βρικολακιασμένος. Επαντρεύτηκενε κ’ήχτισενε σπίθια κ’ήτανε καένας Απεραθίτης εκεί ταχυδρόμος και τον εγνώρισενε κ’εστράφηκενε και το ‘πε στον παπά. Ο παπάς είπενε για ρώτησε τη γυναίκα dου όλη την εβδομάδα είναι στο χωριό; Όχι λέει, κάθε Παρασκευή φεύγει κ’έρχεται το Σάββατο το πρωί. Και πάει ο παπάς την Παρασκευή το βράδυ που έρχεται και μπαίνει μέσ’στο μνήμα, γιατί οι βρικόλακες συνήθως δίνουν το παρόν στο μνήμα κάθε Παρασκευή. Ήρχουdανε κ’έδωνε το παρώ κ’ήπαιρνε από μια σηκωταριά από τα’αποθαμένοι και τη πήγαινε σπίτι dου κ’ετρώγανε. Επήγαν οι δικοί dου Παρασκευή βράδυ κ’εβάλανε τη πεντάλφα απάνω από το μνήμα σαν σφαγίδα και τον εδιάβασαν κι αμέσως εβουλήσανε στα σπίθια που είχε χτίσει στη Σμύρνη.
Place recorded
Νάξος, ΤσικαλαρειόRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 234 – 235, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Τσικαλαρειό), 1959Collector
Source index and type
2303, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT