Ναι βολά οι ανθρώπ βρουκουλάκιζαν, γιάτ δεν τα δγιάβαζαν καλά. Δεν ήξιραν γράμματα οι παπάδες κι γι’αυτό κίναγαν, καθώς λένι. Ναι βουλά μίνια ‘ς τ Βουστνίτσα, π τν έλιγαν Χλιάρινα, έκαμι ηπουβουλή έγινε του πιδί ζουντανό ναι ιμέν, αλλά πέθανι. Τότι του τύλ’ξαν κι το βαλαν ΄ς τν ουστρέχα, απ πάν ΄ς τουμ πιρίπατου. Μι λίγις μέρις κίν’σι του πιδί, ζουντάνιψι. Κι πάιν ου βρουκόλακας κι βύζινι τα μάννα τα κι αυτήν αρρώσται κι πήι να πιθάν’ δεν ήξιρι τι γένιτι. Ένα βράδ πήι ‘ς του σπίτ τα Χλιάρινας ένας μσαφίρις, ου Παναιώτ’ς ου Βτυργιάρς απ τγ Κουστάρτσα. Αυτός ου γέροντας ν είχι τα Χλιάρινα νύφ απ αν’ψιό, τα αδιρφής τα πιδί. Κι του βράδ έγειρι να κ’μηθή. Κι πήι κι τουμ πλάκουσι, τουμ ματαπλάκουσ’ ου βρυκόλακας, κι αυτός τούμ πέται, γιάτ νόμζι πώς είνι γάτα, σκ’λί. Έδουκι, έδουκι τν νύχτα, δεν τουν άφνι να πλαιάσ’. Τότι σ’κώθκι κι τα λέει : σήκ, αδιρφή, κι άναψ τα φουτγιά! Δε μ λές, αδιρφή, λέει, κείνου του πιδί, πόφκειασ’ η νύφ, τι του κάμιτι; Ιγώ απόψε υπούφιρα μι πλάκουνι βρουκόλακας: Που το χιτι; Λέει : τόχουμι ‘ς τουμ πιρίπατου, αδιρφέ! –Για σήκου να κ’τάξουμι, γιατ ιγώ υπούφιρ απόψι! Σ’κώθκαν κι του κύταξαν κι κίν’σι του πιδί τα νύχια τα κουκκίν’σαν, του κάρφουσαν δεν ξέρου τι το καμαν κι τότι απαρατήθκι απ τα μάννα τ. [ Την ανωτέρω περί βρουκόλακα παρ’αδοσιν κατέγραψα καθ’υπαγόρευσιν της μητρός μου καταγομένης εκ Βουστινίτσης της Δωρίσος.](ηπουβολή= αποβολή άμβλωσις, ιμέν=ναι μεν)
Τόπος Καταγραφής
ΑιτωλίαΧρόνος καταγραφής
1914Πηγή
Δ. Λουκόπουλος, Αιτωλία, Λαογραφία Δ, 1913 – 1914, σελ. 449, αρ. 41Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Λαογραφία, Δ, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT