Βρυκολάκοι
Λένε για τους πεθαμένους πως βρουκολακάζουν. Αυτοί που φονεύονται όξω απ, το χωριό και δεν τους θάφτει παπάς, δεν τους διαβάζει και τους πετάνε στα σκυλιά αυτοί βρουκολακιάζουν. Λένε πως παγαίνουν πίσω στους συγγενείς του οι βρουκολάκοι και τους πειράζουν, κι απ’αυτό βγήκε τη γενιά του τρώει αυτός. Ο βρουκόλακας βυζαίνει το αίμα απ’τα δάχτυλα, απ’τα χέρια κι απ’τα ποδάρια όλες τις μέρες. Μόνο το Σάββατο το βράδυ δεν πηγαίνει. Μια φορά ένας βρουκόλακας πήγαινε κάθε βράδυ και βύζαινε τα δάχτυλα της γυναίκας του. Αυτή πάγαινε όλο τον κατήφορο. Έλυπσε. Τη ρώτησαν τ’αδέρφια της, γιατί λούνει και κατάντησε σ’αυτή την κατάσταση. Αυτή τους μολόγησε τι παθαίνει. Τότε πήγαν το βράδυ κι έπεσαν να κοιμηθούν ανάμεσα στην αδερφή τους και την είπαν : αν δεν καταλάβουμε, να μας γκουχτήση την ώρα που θάρθη. Κατάλαβι όμως ο βρικόλακας κι έφυγε. Επειδή πόμπινι από το μπουχαρό, πήγαν και βούλωσαν το μπουχαρί. Την άλλη βραδυά τρύπωσε αυτοίς μέσα απ’την τρύπα του κατωγείου, πέρασε τον καταρράχτη κι ήρθε στη γυναίκα του. Αυτή γκούχτησε ταδέρφια της και ξύπνησαν. Έφυγε ο βρυκόλακας, αλλά της το μαρτύρησε της γυναίκας του πούθε μπήκε μέσα και από το Σαββάτο κάθεται μέσα στον τάφο σκιάζεται να βγή, γιατί ψέλνει ο παπάς. Τότε αυτοί το Σάββατο πήραν θερμό και λωστάρια καημένα μες στη φωτιά και πήγαν εκεί, έρριξαν το θερμό και τον ζεμάτισαν και τον βάρεσαν από πάνω με τον λωστό και τον έκαψαν και δεν ξαναπήγε πια σπίτι του, ούτε στη γυναίκα του.
Place recorded
ΑιτωλίαRecording year
1927Source
Αρ. 867, σελ. 266, Αιτωλία, ΛουκόπουλοςCollector
Source index and type
867, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT