Ενας γέρος όταν πέθαινε άφησε ευχή και κατάρα στα τρία του παλληκάρια να τον τρυπούσαν μ’ένα μαχαίρι κάτω από τη μασχάλη μόλις θα ξεψυχούσε. Πέθανε όμως και κανείς δεν τολμούσε να εκτελέση την πατρική εντολή. Μόνο ο μικρότερος γυιός, ο πιο γενναίος έκανε την θέληση του αποθανόντος. Τη νύχτα όταν άφησαν το λείψανο στην εκκλησία όλοι αποτραβήχτηκαν και μόνο ο μικρός γυιός κρύφτηκε μέσα στο ιερό να ιδή τι θα γίνη. Κατά τα μεσάνυχτα είδε να κατεβαίνουν από τα κεραμύδια και να διαλέγωνται τριγύρω στο νεκρό ένας πλήθος διαβόλοι με κέρατα και ουρές. Άρχισε ο πρώτος διάβολος να φυσά με όλη του τη δύναμι για να φουσκώση τον νεκρό να τον κάνη λιουγκάτι. Άδικος κόπος όμως δεν μπορούσε. Έπιασε τότε δουλειά ο δεύτερος, ο τρίτος κ.λ.π χωρίς αποτέλεσμα. Τότε θύμωσε ο αρχηγός τους ‘’Δεν μπορείτε, είπε, να φουσκώσετε έναν παλιόγερο. Τραβηχτήκε στη μπάντα΄΄κι έπιασε μόνος του. Του κάκου όμως. Τότε άρχισαν να τον ψάχνουν παντού, για να εξηγήσουν γιατί δεν φουσκωνόταν. Τέλος ανεκάλυψαν κάτω από τη μασχάλη τη μαχαιριά απ’όπου ξεφυσούσε ο αέρας. ‘’Πάμε να φύγωμε, τους είπε τότε ο αρχηγός. Τώρα οι άνθρωποι γινήκαν πιο διαβόλοι από μας. Κι από τονε λένε παράτησαν οι διαβόλοι αυτή τη δουλειά να φουσκώνουν δηλ. τους νεκρούς και να τους μεταβάλουν σε βρυκόλακες.
Place recorded
Εύβοια, Μαρμάρι, ΒαρελαίοιRecording year
1953Source
Λ. Α. αρ. 2042, σελ. 54 – 55, Αναστ. Δ. Βλάχου, Βαρελαίοι Μαρμαρίου Ευβοίας, 1953, αρ. ΓCollector
Source index and type
2042, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT