Ο Μανώλης της Λουλλουgιάς ίσσ'σαμε πενήντα χρονώ ήτομ πλαγιασμένος τσ' ειά (κειά) στο Μαρ'ζί, κοντά στη βρύση μιαν νύχτα του Μαγιού τ'σειά που κοιμάτο, τις αβ΄ζιές ήκουσεμ 'πό πάνω μουρμουρίσματα τσ' ηξέσσ'έπάστηκε κι εί(δ)εν τρεις ζυναίκες που τον είχαν τριχο(γ)υρισμένον κι ημοιρολοούνταν κι ηρσίνησεν (άρχισεν) ευτύς η μια το μοιρολόϊ gι (και) ήλεε: “εγώ λιβάνιν κ' ιαί κερί (δ)εν ήνναψα ποτθές μου, μήτε και σταφυλλόνερο μημ με ρωτάς θειέ (θεέ) μου”. Από τότες τόμ μάτι που 'γιεν (είδε) τις ζυναίκες ηθολάθηκεν τ' σ' ηπέθανεν ύστερις 'πό χρόνια στραβός. Σταφυλλόνερο εννοούσε τημ μετάδοση κ'ι' ήσαν (γ)ούλες (όλες) κακοθανατισμένες κι αμεταλάβωτες. Οι τζυό (δυο) ηθέλαν να τον χαλάσουν κι η μια πούλεεν το μοιρολόϊ ημάλλωννέν της, επειδής ήπφεφτε συγγενής του.
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 257Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT