Το Δασκαλειό της Ρήνας και οι Αγαρηνοί Κουρσάροι
Ζαν (σαν) θα μπαίννεις στο λεμάνι του Βαθύ, στη Ρήνα, στην (δ)εξιά μερζιά (μεριά), στημ μέση ενούς γκρεμού, πάνω που τηθ θάλασσα, έσει ένα σπήλιο και λιώντον (τον λένε) Δασκαλειό, κ’ι’ ήτον, λέει, Σκολείο τον παλαιόν γκαιρό. Ίσ’σα κάτω, σε μια θαλασσωμένη πέτρα, είσεν μιαν κρικέλλα, κ’ι’ αντίκρυ πέρα το στενό της θάλασσ’ας μιαν άλλη κι η(δ)ένναν αλυσίες κι ηφράτσσ’σαν το λεμάνι, για να μην περνούν μέσα τα κλέφτικα καϊκ’ια. Μιαν Λαμπρή νύχτα, - Μείο – Σάββατο – που (γ)ένετονβ η πρώτη Ανάσταση, ηκόψαν της αλυσίες οι Αγαρηνοί κι ηνεβήκασι στο Δασκαλειό κι ησκοτώσαν τρεις Δασκάλους κι εβδομήνται μαθητά(δ)ες. Η Αγιά – Ερήνη, που ‘τον γκειά πο πάνω ηπηρέν το χαπάρι κι ήρηξεν μια –φ- φωνή της Παναγιάς της Χωστής, που ‘τον αντίκρυ στα Ελληνικά (ερείπια της Βυζαντινής πόλης του καιρού) κι ήσκυψεν κι ηχαμήλλωσεν τους θόλους της κι ηχώστηκεν στην ζην (γη) κάτω με τους χριτσανούς (χριστιανούς), που κάμναν Λαμπρή, για να μην ερτούν (έλθουν) να τους μολώσουν (μολύνουν) τα σσ’υλιά και για να τους πάρει αντάμα της στους ουρανούς. Υπόμεινη – μ – μοναχά μια τρύπα ζαν ένα φανωχτάκι (φανώχτης) κι ηκούετον που ‘κειά ένα βούϊσμα. Και ο θρύλος συνεχίζεται ή συμπληρώνεται έτσι: Στα κατοπινά χρόνια που είχε πια ερημώσει η Βυζαντινή πολιτεία, βοσκοί και ρεσπέρηδες που λάχαιναν διαβαίνοντας εκείθε, ακούανε ψαλμωδικιά βοή να βγαίνει μέσ’ από τον οπαίον του θόλου. Κι ένα Μέγα – Σάββατο κατεβαίνοντας δυο βοσκοί με τη βάρκα τους φορτωμένη τυριά από την Παλιόννησο – τοποθεσία του νησιού σε κόρφο μέσα, προς τα βόρεια – όπου ζούσανε μόνο βοσκοί και ρεσπέρηδες (σπορείς), παρανυχτιάσθησαν απ’ έξω από τη Ρήνα του Βαθύ. Δεν τους έπαιρνε και ο καιρός, που εφύσα, να καβατζάρουν τον κάβο της Χαλής και ν’ αρμενίσουν ως το αλίμενο ακόμα τότε παράλιο της Πόθιας και ν’ ανεβούνε έπειτα στο νεόχτιστο χωριό, κάτω από το παλιό Μεγάλο Κάστρο. Το κρίνανε ν’ αράξουν στη Ρήνα, και η νύχτα που ήτανε, θα πήγαιναν στο Μετόχι της Κυραψηλής – μισή ώρα προς τα δυτικά της κοιλάδας, όπου το μικρό ποιμενικό χωριό, με τα παράκελλα του Μετοχιού και τον ιερέα, τον Ηγούμενο – ν’ ακούσουν Πρώτη Ανάσταση. Καλοδέσανε τη βάρκα, μα για καλό και για κακό, απόμεινε ο ένας τους, να τη φυλάει. Δεν ήτανε να περάσει ο άλλος από τα πρώτα ερείπια, κι είδε άντικρυ κεριά και φώτα στην αυλή της Παναγίας και λαμπαδοχυσία μες την Εκκλησία και ψαλμωδία. Στοχάστηκε, πως θάκανε εκεί ο Γούμενος την Ανάσταση και δόξασε τον Θεό που θα γλύτωνε και τόσο δρόμο. Σίμωσε στην Εκκλησία, λειτουργήθηκε, πήρε και αντίδωρο της Ανάστασης, μα δεν γνώρισε κανένα χριστιανό. Σαν γύρισε κοιμόταν ο σύντροφος, μα ο ίδιος δεν είχε ύπνο κι ούτε είχε μιλιά ν’ αποκοτήσει, να πει του συντρόφου. Και αυγή – αυγή, με τον ήλιο της Λαμπρής που ξεκινήσανε για το Μετόχι, πήγαινε κείνος αμίλητος, σαν απογαθεμένος. Αντάμωσαν τον Ηγούμενο και από λόγο σε λόγο, σα να ξύπνησε κι αποθάρρεψε να το ξεστομίσει, πως άκουσε την Πρώτη – Ανάσταση κάτω στη Χώστη, μα ουδέ τον ιερέα κι ούτε από το εκκλησίασμα γνώρισε κανένα. Κούνησε το κεφάλι του αμίλητος ο Ηγούμενος. Δεν ήτανε κι άλλος ιερέας να λειτουργήσει στη Χωστή Λαμπριάτικα. Ήτανε τ΄ανεστοίχειωμα της Χωστής τη Νύχτα της Λαμπρής, με τους χριστιανούς που χώστηκαν κάτω από τους θόλους της Εκκλησίας.
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 245 – 246Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT