Το κλειδί
Οχτώ περίπου εγγλέζικα μίλια στα βόρεια της Λευκωσίας, σκαρφαλωμένο στες πλαγιές του Πενταδακτύλου ευρίσκετο πριν από πολλά χρόνια κάποιο μικρό χωριό. Σ’ αυτό το χωριό κατοικούσε κι ένας γέρος με την γρηά του. Ένα βράδυ έπεσε όπως πάντα στο κρεββάτι του, αλλά το πρωΐ δεν ξανασηκώθηκε. Δεν άφηνε πίσω του κανένα άλλον εκτός από την γρηά του. Και αυτή τον έκλαψε δυο μερόνυχτα. Μερικές γειτόνισσες έμειναν κοντά της για να την παρηγορήσουν και να την βοηθήσουν. Μα την τρίτην μέρα γύρισαν κι αυτές στα σπίτια τους αφήνοντας την μόνη. Σιγύρισε λοιπόν το φτωχικό της, έπλυνε μαγείρεψε κάτι για να φάη, τάϊσε τις κότες της, πήγε τις δυο γίδες της σ’ ένα γειτονικό λειβάδι να βοσκήσουν κι έπειτα πέρασε από την πλατεία για να πη στον μπακάλη του χωριού να της βρη δυο εργάτες για να σπείρουν το χωραφάκι της. Όταν γύρισε στο σπίτι της, έφαγε κάτι ανόρεχτα κι έπειτα σκέφτηκε ν’ ανοίξη το μεγάλο ερμάρι για να δη τι λεφτά της είχε αφήσει ο μακαρίτης και να κάμη τους λογαριασμούς της. Ήξερε, βέβαια πόσο ήταν πάνω – κάτω το μικρό κομπόδεμά τους. Μα ήθελε να είναι πιο σίγουρη. Αλλά τότε πρόσεξε πως έλειπε το κλειδί. Η γρηά του κάκου έψαξε σ’ όλο το σπίτι. Δεν κατάφερε να το βρη πουθενά. Πως θάκανε τώρα για ν’ ανοίξη το ερμάρι; Στο μικρό εκείνο χωριό δεν υπήρχε κανείς κλειδαράς. Κι έπρεπε να φωνάξη ένα γείτονά της. Έλα, Χριστέ και Παναγιά! Θα της ζήταγε ένα σωρό λεφτά. Αν πάλι έσπαζε το ερμάρι δεν θα είχαν κατόπιν που να κρύψει τα λεφτουδάκια της. Σιγά – σιγά νύχτωσε κι η γρηά κατάκοπη όπως ήταν έπεσε να κοιμηθή. Και τότε να τι έγινε. Σε μια στιγμή η γριά ξύπνησε ξαφνικά ακούγοντας χτυπήματα στην πόρτα της. – Ποιος χτυπάει; Ρώτησε. – Εγώ είμαι ο άντρας σου! Η γρηά σταυροκοπήθηκε. Δεν μπορεί να είσαι ο άνδρας μου διότι από τρεις μέρες βρίσκεται στο χώμα. – Αυτό είναι σωστό, απάντησε η φωνή. Αλλ’ ήρθα για να σε παρηγορήσω και να σου πω ναρθής να με βρης γρήγορα. – Αν είσαι συ, είπε η γρηά, πρέπει να μάθης κάτι: Βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί έχασα το κλειδί του ερμαριού, όπου έχουμε τα λεφτά μας. – Μη στεναχωριέσαι γυναίκα, θα βρεθή το κλειδί, απάντησε η φωνή. Αύριο θα ξανάρθω και θα σου πω γι’ αυτό. Όταν η γρηά ξύπνησε το πρωΐ, δεν ήξερε αν είχε ιδή όνειρο ή αν είχε μιλήσει πραγματικά με τον άντρα της. Ρίχτηκε ωστόσο στις δουλειές κι η ημέρα της κύλησε ήρεμα. Το μυαλό της πήγαινε ολοένα στον άντρα της και τα λόγια που της είχε πει. Το βράδυ ξανάπεσε να κοιμηθή. Κι όπως και την προηγούμενη νύχτα άκουσε και πάλι να χτυπούν στην πόρτα της. – Άνοιξε γυναίκα, εγώ είμαι, είπε η ίδια φωνή. Τρέμοντας από τον φόβο της η γρηά κατέβηκε από το κρεββάτι της κι άνοιξε την πόρτα της. Αλλά δεν μπήκε κανείς. Σε λίγο, άκουσε, ωστόσο, μια φωνή που της έλεγε από πολύ κοντά: - Τώφερα το κλειδί. Το είχα βάλει μέσα στο κυριακάτικο παντελόνι μου που μου φόρεσες όταν πέθανα. Αλλά δεν μπορώ να σου τ΄αφήσω, γιατί είμαι ένας πεθαμένος. Κι οι πεθαμένοι δεν έχουν το δικαίωμα να γυρίζουν πίσω τίποτε από ό,τι τους έβαλαν στον τάφο τους. – Ά, άντρα μου, είπε η γρηά, κι εγώ η δυστυχισμένη τι θα γίνω; Πως θα τους πληρώσω; - Δεν μπορώ να σου τ΄αφήσω , ξαναείπε η φωνή. Αλλά θα κάμω κάτι άλλο. Δόσε μου το χέρι σου. Θ’ αφήσω πάνω το αποτύπωμα του και θα πας σ’ ένα κλειδαρά να σου φτιάξει άλλο. Η γρηά άπλωσε το χέρι της κι ένοιωσε τότε ένα πόνο τόσο δυνατό που λιποθύμησε. Ήταν σαν να την έκαιγαν με καφτό σίδερο. Την άλλη μέρα είδε πάνω στην αριστερή παλάμη της ένα αποτύπωμα κλειδιού. Το δέρμα της ήταν κατακκόκινο σαν να το είχε κάψει στη φωτιά. Δεν είπε, ωστόσο, τίποτα σε κανένα κι αφού τακτοποίησε το σπίτι της, έφυγε για την Λευκωσία. Εκεί πήγε σ’ ένα κλειδαρά και τούδειξε το χέρι της. – Μπορείς να μου κάμης ένα κλειδί σαν αυτό; του είπε. Ο κλειδαράς της ετοίμασε το κλειδί, και αυτή το επέστρεψε πίσω στο χωριό της, όταν νύχτωσε. Κλείστηκε στο σπίτι της κι έβαλε το λειδί στην κλειδαριά. Αλλά ένοιωσε τόση συγκίνηση, καθώς το άκουσε να γυρίζη μέσα σ’ αυτήν, που έβγαλε μια άγρια κραυγή και σωριάστηκε λιπόθυμη. Την άλλη μέρα μερικές γειτόνισσες τη βρήκαν νεκρή. Την έβαλαν τότε σ’ ένα φέρετρο και το άλλο πρωΐ την συνώδευσαν ως την τελευταία της κατοικία. Αλλ’ όταν έφτασαν στην γωνιά του νεκροταφείου, όπου είχαν θάψει πριν από λίγες μέρες τον άντρα της, είδαν πως το χώμα που σκέπαζε τον τάφο του ήταν αανσκαλεμένο σε μεγάλο βάθος. Άντρες και γυναίκες σταυροκοπήθηκαν κι ο άρχοντας του χωριού πρόσταξε ν’ ανοίξουν το φέρετρο του γέρου. Όλοι είδαν τότε πως κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο κλειδί μαυρισμένο στην άκρη και πιτσιλισμένο με σταγόνες αίμα…..
Τόπος Καταγραφής
ΚύπροςΧρόνος καταγραφής
1955Πηγή
Α. Πετάση, Το κλειδί, Μαθητική Εστία, έτος ΣΤ, Κύπρος, (1955), σελ. 28, αρ. 16Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Μαθητική Εστία, ΣΤ, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΣΤΤίτλος παράδοσης
Το κλειδίΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.