Ένας νέος κυνηγός επήγε ένα βράδυ κ’ εχτύπησε σ’ ένα σπίτι να μείνη. Ήτανε δυο μέρες που είχε γεννήσει η γυναίκα στο σπίτι αυτό κ είχε κάμει δυο κόρες. Την νύχτα πήγανε οι Μοίρες να μοιράνουνε τα παιδιά. Αυτός ξυπνός τις άκουσε την ώρα που ήρθανε. Λένε οι Μοίρες για το ένα κοριτσάκι. «Εσύ θα παντρευτείς, να γίνης πλούσια. Λένε και για το άλλο. «Εσύ θα γένης δεκαοχτώ χρονώ και θα πάρης αυτόνε που κοιμάται εδώ. Αυτός νευρίασε και είπε μέσα του. – «Θα περιμένω να πάρω αυτό το μωρό. Εγώ θέλω να παντρευτώ τώρα. Θα κάνω κακό. Αυτός προσπάθησε μια μέρα και πήρε το παιδί και το πέταξε κάτω. Όπως το πέταξε έκανε ένα σημάδι μεγάλο στο πόδι του. Αυτός εζητούσε να παντρευτή αλλά δεν τα κατάφερνε. Η μια δεν τον ήθελε, κ’ η άλλη το ίδιο κ’ επέρασε ο καιρός κ’ εμεγάλωσε η κωπέλλα και την πήρε γυναίκα και τη γνώρισε από το σημάδι που της είχε κάμει στο πόδι όταν την πέταξε.
Τόπος Καταγραφής
ΚέαΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2340, σελ. 411, Γεωργίου Κ. Σπυριδάκη, Κέα, 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2340, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT