Ασπροποταμίτικες μοίρες
Οι μοίρες, άσκημες γερακομύτες ζητιάνες με γυαλιστερά φιδίσια μάτια, με μακριά σουβλερά νύχια και δόντια σαν τσαπιά, κάθουνται και ζούν, μες σ’ ολοπέτρινα φυσικά πύργια, π’ ανοίγουνται σε άβατα γκρέμουρα. Οι μοίρες είναι τρεις μεγάλες και μια μικρή. Η μια που βαστά τη ρόκκα τη νοματίζουν «Σφιντάνου» την άλλη που κρατεί αδράχτι «Πύξου» και την Τρίτη που παίζει στα χέρια της ψαλλίδι, «Ρπάγου». Η άλλη η μικρή, άσκημο σπορίδι, κοντομάζωμα με παρδαλό μπαλωμένο φουστάνι που κρατά τ’ αγγειό με το μοίρασμα, νοματίζεται «Μπλουμπού». Όταν οι μοίρες αφίσουν τα πέτρινα παλάτια τους, για να πάνε να μοιράνουν τα μωρά, μπουρμπουλώνουνται με λερωμένα φλώρα ή μαύρα μαντήλια, παίρνουν στον ώμο σακκούλια και τρουβάδια, κρατούν ροζιάρικο γερό ξύλο για ακουμπιστήρι και τραβάν ίσια στα χωριά. Σαν νυχτώσει αλλάζουν μορφή. Γίνονται αερικά, νυχτοπεταλούδες. Έτσι μπαίνουν στα σπίτια που έχουν μικρά, πλησιάζουν αθόρυβα κι αόρατες στις κούνιες. Με το νύχι τρυπούν ελαφριά το χέρι ή το μάγουλο του μωρού, ρίχνουν μερικές σταλαγματιές απ’ το βοτάνι, μοιραίνουν το παιδί. Όταν σταλάζουν το μοίραμα στο μωρό, η μοίρα με τη ρόκκα γνέθει με βιά το μαλλί, η άλλη με το αδράχτι σπεύδει να τυλίξει το νήμα και η Τρίτη με το ψαλλίδι, κόβει τη νηματοκλωστή. Η μικρή, η Μπλουμπού, βιδώνει και σφαλάει τ’ αγγειό για να μη ξεθυμάνει το μοίραμα. Το παιδί μοιρωμένο ζει τόσο, όσα είναι τα τυλίγματα γύρω απ’ τ’ αδράχτι. [Σφιντάνου= Από το δέντρο «σφένδαμος» με το οποίο γινόταν οι ρόκκες, Πύξου= από το κλαρί «πύξος» που γινόταν το σφοντύλι, Ρπαγού= Παραλλαγμένο «η Αρπαγή», Μπλούμπου= Η στολισμένη με παρδαλά φουστάνια, η πλουμισμένη]
Τόπος Καταγραφής
ΤρίκαλαΧρόνος καταγραφής
1948Πηγή
Αλεξ. Κ. Χατζηγάκη, Παραδόσεις τ' Ασπροποτάμου, Τρίκαλα, 1948, σελ. 146, αρ. 295Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Παραδόσεις τ' Ασπροποτάμου, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT