Κάθε τι το οποίον θέλη μας συμβή είνε πεπρωμένον και εκ των προτέρων έχει γραφή υπό των μοιρών, είτι μοιρομένο, δια να μεταχειρισθώμεν την ιδίαν λαϊκήν έκφραση. Ο παρ’ ου ηκούσαμεν την παροιμίαν ταύτην γεωργός, προς επίρρυση του ισχυρισμού του, διηγηθίς εις ημάς τα εξής. Κάποτε ένα νηόπαντρος. Γιάννης ας τομ πούμε πήγε και κρύφτηκε κάτω απ’ το κούφαρι ενός πεθαμένου, για να ‘κούση τι θα πούνε οι Μοίρες, για δ’ αυτόν. Περίμενε κάμποση ώρα, μα σε λίγο να τες και ξαναφαίνουνται κι σι τρεις η μια κοντά στην άλλη. Κάτσαν ακριβώς κοντά στο κουφάρι που ‘ταν κρυμμένος ο Γιάννης, μα χωρίς να τόνε πάρουνε χαμπάρι κι άρχησαν να λένε τη μοίρα του ενός και του άλλου. Αφ’ ου πάνε για πολλούς, κάνανε για να φύγουν, μα τότες μιας από δρώτες, πούταν και λιγάκι κουτσή, λέει των αλλουνώνε, αλήθεια για όλους είπαμε, μα το Γιάννη του αφήκαμε. Πες λοιπόν μας για αυτόνε, είπαν οι άλλες. Να είπε, η κουτσή, ο Γιάννης θα πάη σκοτωτός, γιατ’ έτσι ‘ναι γραμμένο. Θα πάε στο μύλο και ‘κει που θ’ αλέθη το γέννημά του, θα πεταχτή ‘να καρφί και θαν του σκοτώση. Σαν έφυγαν οι Μοίρες, ο Γιάννης γύρισε σπίτι του πολύ βαρυγομισμένος, δ’ όλες τους δουλειές, στ’ αμπέλι, στο χωράφι, πάντα επήγαινε, μα στο μύλο ποτές. Η καϋμένη η γυναίκα του, που το ‘χε παράπονο μεγάλο, τομ πιάνει μια μέρα και του λέει. Γιάννη μου, γιατί δεμ πας και συ στο μύλο, μ’ αφήνεις τους ξένους κι όλο μας κλέφτου; - Θέλεις να ‘πα γυναίκα; Της λέει ο Γιάννης και τηγ κύταξε κατάμματα. – Ναι αντρούλη μου, αφ’ ου στο λέω, ‘πα ναν στο πως το θέλω. Καλά, της λέει και παίρνει το γάϊδαρο του με το γέννημα και πάει στο μύλο μ’ ένα άλλο γείτονά του για ν’ αλέση. Ο ένας άλεθε ‘δω στη μια πέτρα κι ο Γιάννης ‘πό κείθε στην άλλη. Μα ξάφνου, τσάπ! Και πετάχτηκε ‘να καρφί και τομ παίρνει τογ καψερό το Γιάννη κοντά δω κάτω απ’ ταριστερό το βυζί και του άφησε στον τόπο. Τώρα ο Γιάννης τώξερε ο καϊμένος πως αμ πάη στο μύλο θα σκοτωθή, μα τι να κάνη; ‘οτ’ ήτανε γραμμένο δε μπόρηγε και να μη γίνη.
dc.contributor.author | Σακελλαριάδης, Χ. | |
dc.coverage.spatial | Αρκαδία, Γορτυνία | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:10:05Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:10:05Z | |
dc.date.issued | 1919 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/297076 | |
dc.language | Ελληνική - Λόγια ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Κάθε τι το οποίον θέλη μας συμβή είνε πεπρωμένον και εκ των προτέρων έχει γραφή υπό των μοιρών, είτι μοιρομένο, δια να μεταχειρισθώμεν την ιδίαν λαϊκήν έκφραση. Ο παρ’ ου ηκούσαμεν την παροιμίαν ταύτην γεωργός, προς επίρρυση του ισχυρισμού του, διηγηθίς εις ημάς τα εξής. Κάποτε ένα νηόπαντρος. Γιάννης ας τομ πούμε πήγε και κρύφτηκε κάτω απ’ το κούφαρι ενός πεθαμένου, για να ‘κούση τι θα πούνε οι Μοίρες, για δ’ αυτόν. Περίμενε κάμποση ώρα, μα σε λίγο να τες και ξαναφαίνουνται κι σι τρεις η μια κοντά στην άλλη. Κάτσαν ακριβώς κοντά στο κουφάρι που ‘ταν κρυμμένος ο Γιάννης, μα χωρίς να τόνε πάρουνε χαμπάρι κι άρχησαν να λένε τη μοίρα του ενός και του άλλου. Αφ’ ου πάνε για πολλούς, κάνανε για να φύγουν, μα τότες μιας από δρώτες, πούταν και λιγάκι κουτσή, λέει των αλλουνώνε, αλήθεια για όλους είπαμε, μα το Γιάννη του αφήκαμε. Πες λοιπόν μας για αυτόνε, είπαν οι άλλες. Να είπε, η κουτσή, ο Γιάννης θα πάη σκοτωτός, γιατ’ έτσι ‘ναι γραμμένο. Θα πάε στο μύλο και ‘κει που θ’ αλέθη το γέννημά του, θα πεταχτή ‘να καρφί και θαν του σκοτώση. Σαν έφυγαν οι Μοίρες, ο Γιάννης γύρισε σπίτι του πολύ βαρυγομισμένος, δ’ όλες τους δουλειές, στ’ αμπέλι, στο χωράφι, πάντα επήγαινε, μα στο μύλο ποτές. Η καϋμένη η γυναίκα του, που το ‘χε παράπονο μεγάλο, τομ πιάνει μια μέρα και του λέει. Γιάννη μου, γιατί δεμ πας και συ στο μύλο, μ’ αφήνεις τους ξένους κι όλο μας κλέφτου; - Θέλεις να ‘πα γυναίκα; Της λέει ο Γιάννης και τηγ κύταξε κατάμματα. – Ναι αντρούλη μου, αφ’ ου στο λέω, ‘πα ναν στο πως το θέλω. Καλά, της λέει και παίρνει το γάϊδαρο του με το γέννημα και πάει στο μύλο μ’ ένα άλλο γείτονά του για ν’ αλέση. Ο ένας άλεθε ‘δω στη μια πέτρα κι ο Γιάννης ‘πό κείθε στην άλλη. Μα ξάφνου, τσάπ! Και πετάχτηκε ‘να καρφί και τομ παίρνει τογ καψερό το Γιάννη κοντά δω κάτω απ’ ταριστερό το βυζί και του άφησε στον τόπο. Τώρα ο Γιάννης τώξερε ο καϊμένος πως αμ πάη στο μύλο θα σκοτωθή, μα τι να κάνη; ‘οτ’ ήτανε γραμμένο δε μπόρηγε και να μη γίνη. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄ | |
dc.relation.source | Αρ. 694, σελ. 138, Γορτυνία, Χ. Σακελλαριάδης | |
dc.relation.sourceindex | 694 | |
dc.relation.sourcetype | Αρχείο χειρογράφων | |
dc.description.bitstream | D_PAA_05793w, D_PAA_05793w2, D_PAA_05793w3 | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΛΕ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 8133801/Αρκαδία, Γορτυνία |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.