Το θανατικό και η Παναγιά η Γαλατιανή
Τον καιρό του θανατικού (1839 – 40) μονον τ’ Αρ’ζινώντα (δ)εν ημολώθησαν (μολύνθησαν) γιατί εν τω ‘φήκεν. Η Γαλαgιανή, που ‘τον το Μετόσιν της στ’ Αρ’ζινώντα. Κάθε μέρα ήθελαν να πάσιν οι μόρτες (φύλακες που είγαν βγάλει την αρρώστεια) που την γκορφή της Παρασέβαστης κι ηφωνάζαν κάτω στ’ Αρ’ζινώντα «σήμερις ηπεθάναν τόσοι που το κακό, ηλαβωθήκαν αυτοί κι αυτοί παιgιά, θάρρος». Όσον περνούσαν οι μέρες ηλλιόστεβ’ζε (λιγόστευε) το κακό κι ηφωνάζαν: «παιgιά, να χαρέβ’ζεστε κι η αστένεια περνά, σε λλίες μέρες θάστε στα σπίgια σας. Κείνες τις μέρες η αερφή του Μακάριου, του Γούμενου, που κάθουντο όξω στην αυλή του σπιgιού της, που ‘τον στήρ ριζοβουνιά ‘πό πάνω που το Μετόσι, εί(δ)εν τρία μαυράgια κι ηκατεβαίννασιν κάτω που την Παρασεβαστή ηχάρει (εθάρρει) πως ήτον μαντατοφόροι όσον ηκατεβαίναν ηξέχνιαζε μιαν ζυναίκα μαυροντυμένη και (δ)ίπλα της τζυό κακαθρώπους ψηλούς κ’ ι’ ημοιάζασι σαν Αράπη(δ)ες. Εκ’ειά βλέπει μια ζυναίκα ασπροντυμένη με το τσεμπέρι, πούβ’ ζαινεν που το Λιμιανάρι κι ητραβούσεν πέρα την ακρο(γ)αλιά κ’ ειά ήκουσε μια στριγλιά φωνή, γλυκιά και σαν αγγελική φωνή κι ηπολο(γ)ήθηκαν ευτύς τα βουνιά κι ηβάσταν το πολό(γ)ημα και κείνη ηθάμαζεν, ώσπου πάλιν πή(γ)εν πέρα – πέρα κι ηξανάσυρεν μιαφ φωνή: «Έ! Πίσω, που πάτε, (δ)εν έσετε διορία στο μέρος μου». Ύστερις ηπολοήθησαν. «Έ! Μμέ που να πάμε, που το χωρζιό μας ηκατσάρασιν, ίντα να κάμωμε;» - Λε, να πφέσετε στη θάλασσ’α. (Δ)εν ήτον ναποσώσει τον λλό (λόγο) κι ηκουλουμουντρούσαν (σα σβούρα κωλομούρη= κωλομουτρίζαν) ο ένας πάνω στον άλλο, και το τσουππάρισμά τους (τσουπφάρω= πέφτω μονοκόμματα) εί(δ)ες που θα κατρακυλίσουν μιάλες πέτρες που το βουνί και θα πέφσουν στη θάλασσ’α, τσα (έτσι) ηκάμναν τηθ θάλασσ’α μέσα θρούμπα. Ύστερις εί(δ)εν πάλιν την ζυναίκα κι ηπήρεν την ακροαλιά και σαν ήφτασε στο σταυρού(δ)ι (στο στενό του δρόμο προς το Μετόχι και την εκκλησία είχε στην άκρη επάνω του τοίχου ένα Σταυρό), η(γ)όρισε μέσα το στενορύμι. Η αερφή του Γουμένου, που την έβλεπε, ημπορούσεν ψα (ποια) ήτον κείνη η (γ)υναίκα, που (δ)εν είσεν μπλιό (πλιό) καμμιάν με τ’ ασπρα στ’ Αρ’ζινώντα κι ηστάθηκεν ίντα νάπο(γ)ίνει. Κι ήπηεν ως την αυλή τ΄άϊ – Νικολά και κειά που στάθηκεν μπρος στην μπόρτα η(γ)ένηκεν άφαντη. [άφαντη= Στον Άγιον Νικόλαον βρίσκεται πάντα η εικόνα της Γαλατιανής, γιατί το δικό της εκκλησάκι απομένει έρημο επάνω στη κορφή του βουνού που ονομάζεται το Βουνό της Γαλατιανής. Η γυναίκα με τ’ άσπρα ήταν η Παναγιά η Γαλατιανή].
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 246 – 247Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT