Μια Κοκκαλαρ'ζιανή ήθελεν από πισπέρας το κριθάριν της σ' έναμ μύλο στηλ Λαγκά. Κι όντας ηξέλεσεν το κριθάριν της κ'ι' ήτον πλιο παράνυχτα, τόβαλε στου μου(γ)ούρι, το σήκωσε κ'ι' ηπάαιννε στν Κοκκαλαρ'ζιά στον σπίτιν της όταν ήρτε στα Τσούκκουα, ίντα να (δ)ει: κόσμον, ασ΄σέρι, παιχνίgια, λύρες λαούτθα! Κ' ιαί κ' ειά σύνουν πάνω της τες'σερις πέντε κ' ιαί της ποζέβγουν το μουούρι χάμαι κ' αί την ψάννουν στοχ χορό αφού ηχόρεβ'ζεν κ'ι έναν άθρωπο (δ)εν ηγρώνιζεν, εκ'ιειά ήκραξεν ο πετεινός, ηδευτέρωσε κ'ι' έμεινεν ολομόναση, μή(τ)ε παιχνίgια πλιό, μήε άθρωπος ησήκωσεν πάλι το μουούριν της κ'ι' ήπηεν στο σπίτιν της. [Κοκκαλαριά, Λαγκά, Τσούκκουα= συνοικίες του χωριού, ποζέβγουν= ποζέβγω – αποζεύω].
Τόπος Καταγραφής
ΚάλυμνοςΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Γιάννης Ζερβός, Ιστορικά παραμυθολογήματα, προλήψεις, στοιχεία, κακά πνεύματα, παραδόσεις, Δωδεκανησιακό αρχείο 3, Κάλυμνος, 1958, σελ. 260Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Δωδεκανησιακό Αρχείο, 3, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT