Έν’ αμπέλ’ σπαρμένο. Κατέβ’κα να ποτίσ’. Βράδυ, φεγγαράκι – μέρα. Βλέπω κατεβαίνει ένας ψηλός ποδοβολές. Κατεβαίν’ στο ρέμα, ύστερ’ ανεβαίν’ στη δέση. Λέω: Τι δουλειά έχ’ αυτός να χαλάσ’ τη δέσ’; Είχα το τουφέκι για την αλ’πού, αλλάζω τα σκάγια, βάνω βόλια γι’ άνθρωπο και ετοιμάζομαι να ρίξω με τσι δραμιάρες. Μόλις μαζεύω το τ’φέκι να τ’ ρίξω, σηκώνετ΄ αυτός κι έκανε ά – άχ – άχ – άχ! Τσούλωσα έγω. Λέω, αυτό είνι ίσκιωμα, αφάντασμα. Πάω να πλαγιάσω, σκώνετ’ ο γάδαρος, κάνει τον κατήφορο να πάη στο καλαμπόκι. Μπροστά ‘κείνος, πίσ’ εγώ φτάσαμε στα καλαμπόκια. Λάλ’σαν τα κοκότια, πέρασε αυτό.
Place recorded
Καρδίτσα, ΘραψίμιRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2301, σελ. 222, Δ. Λουκάτος, Θραψίμι Καρδίτσης, 1959Collector
Source index and type
2301, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT