Κάποτε ένας είχε σφαμένο το χοίρο του τα Χριστούγεννα. Η φαμίλια νύκτα ακόμη το πρωΐ τα Χριστούγεννα σηκώθηκε κ’ επήγε στην Εκκλησία. Μόλις έφυε, τραβάει κι αυτός το τραπέζι που είχαν το χοίρο απάνω κ’ έκανε μπριζόλες στην αθράκα κ’ έτρωε. Εκεί μπαίνει ένας τράγος από την πόρτα και λέει αυτός. «Άι κι από πιο κοπάδι εξέκοψες. Θα σηκωθώ τώρα να σε βολέψω (=σφάξω). Σηκώνεται να πιάση το μαχαίρι να τον σφάξη και γίνεταο ο τράγος γάδαρος. Ο γάδαρος σαρτείγει στις πεζούλες του σπιτιού κ’ εχόρευγε. Αυτός εφοβήθηκε. Μια στιγμή βγαίνει έξω ο γάδαρος και σαρτείγει αυτός και κλείνει έξω το γάδαρο. Αλλά ο γάδαρος μέχρι που ξημέρωσε εγύριζε γύρω γύρω το σπίτι. Από τότες δεν πόμεινε ποτέ του στο σπίτι, επήγαινε πρώτος πρώτος στην εκκλησία.
Place recorded
ΙκαρίαRecording year
1962Source
Λ. Α. αρ. 2449, σελ. 106, Γεωργ. Σπυριδάκη, Ικαρία, 1962Collector
Source index and type
2449, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT