Ατσουπάς (ο)= σατανάς, δαίμων, διάβολος. Τούτις εδ δουλλιές τους ατσουπαές τζαι τους σατανάες». Επειδή ο διάβολος ή δαίμων ή ατσουπάς εικονίζεται υπό της λαϊκής φαντασίας ως μαύρος ή ο δκιάολος ο μαύρος», «ο δαίμονας ο μαύρος», «ο ατσουπάς ο μαύρος» και δυσειδής και ειδεχθής την όψιν, κάθε ειδεχθής κατήντησε να λέγηται ατσουπάς μεταφορικώς «Ου! Είντα θέττην άδρωπον!!! Εν τέλλεια ατσουπάς». Επίσης κάθε άνθρωπος έχων κακήν ψυχήν, σατανικά ένστικτα, λέγεται ατσουπάς ατσουπά τζαι σου τζι η δουλλείες σου, που κάμνεις». Επίσης πονηρόν και ανήσυχον παιδίου, έστω και ευειδές, λέγεται ατσουπάς.
Place recorded
ΚύπροςRecording year
1930Source
Αρ. 949, σελ. 14, Κύπρου, ΕρωτόκριτοςCollector
Source index and type
949, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΛΑCharacters / Beings
ΔιάβολοςCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.
-
Ατσουπάς, πληθ. ατσουπάδες=καταχανάς.
Κοπάσης, Α. Σ. (1921) -
Ατσούπας και Αρτσουπάς – άδες= είδος Σειληνών, φαντάσματα.
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α. (1919) -
Αρτουπάλ-άδες = φαντάσματα. Είδος σειληνών. Και Ατσουπάς -άδες.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.