Ο Γέρω – Λιός εκάθουντονε μιαν αργατινή στο μεγάλο σπήλιο πούναι στην πέρα μπάντα στον Άι- Γιάννη κι είχε μιαν πέρδικα περασμένη στην μπαγκέτα του τουφεκιού και την ήκανε οφτή στη φωτιά. Δίπλα ντου είχε το ντουφέκι ντου και τα μαύρα βούγια κι ενεχαράσανε κι ήπινε και το τσιμπούκι ντου. Εδά – εδά, εκειά που ‘ψηνε την πέρδικα, γροικά ζάλα. Γυρίζει και θωρεί και προβαίρνουνε στην πόρτα του σπήλιου πέντ-έξε ΄νομάτοι αλλόκοτοι και του λένε: - Καλησπέρα, Γέρο – Λιό! – Καπνό πίνεις, Γέρο – Λιό; - Οφτό ψήνεις, Γέρο – Λιό; Ο Γέρο – Λιός άχνα. Εδά – εδά ξεπερνά την πέρδικα απού την μπαγκέτα κι αυτοί, μωρέ παιδί μου, ώστε να δούμε τη μπαγκέτα, απού φύγει – φύγει. Μόνο που προκάμανε και του ‘πανε: - Δε μάσε μιλείς; Εδά θα πάμε μεις και θα φέρωμε πολλούς και δα σάσε σάσωμε. Σαν εφύγανε, που λες, παιδί μου, σηκώνεται ο Γέρο – Λιός και βγαίνει στα Σώχωρα και πάει και πατεί καλά – καλά ένα μαυροχείμαδο με τα πόδια ντου, και διπλογονατίζει και καθίζει απάνω και βάνει και στα γόνατά ντου το ντουφέκι ντου, κι ήπινε και το τσιμπούκι ντου. Εδά – εδά, εκειά που κάθουντονε γροικά φωνές, τραγούδια, λυροντάουλα, που συνταλαχούντονε ο κόσμος. Και είντα να δη; Αμέτρητους Όξω ‘πό ‘πά κι αλάργω κι ‘στελιώνανε το χορό κι εχορεύγανε κι ετραγουδούσανε κι είχανε το Γέρο – Λιό στη μέση. Σαν εχορεύγανε πολληώρα, φωνάζει ένας: - Λέει: Ήκραξε μωρέ ο γαλανός πετεινός. – Λέει: Χορεύγετε, κι έχει ακόμη ώρα. – Λέει: Χυθήτε του μωρέ να του χυθούμε. Ύστερα χύνεται ένας κι εκρέμουντονε μιαολιά μανίκα του ρασιδιού όξω ‘πού το μαυροχείμαδο και τήνε κόβγει με το μαχαίρι ντου και τήνε παίρνει. – Λέει: Ήπειρα ‘γώ, ας πάρη κι άλλος. Χύθητε του, μωρέ. Μα δεν εμπορούσανε να σιμώσουνε, γιατί οι Όξω ‘πό ‘πά δε σιμώνουνε στα μαυραχείμαδα. Αυτοί χορεύγουνε. Ο χορός δε σκολά. Ύστερα φωνάζει πάλι άλλος. – Λέει: Ήκραξε, μωρέ, ο μαύρος πετεινός. Ε, παιδί μου, και σαν εκούσανε πως ήκραξε ο μαύρος πετεινός, εγινήκανε φασόφτερα κι εχυθήκανε κι εφύγανε από την κορφή από το Λιόπετρο κι εγινήκανε ανέφαλο κι εχαθήκανε από πίσω από τσι Διονυσάδες. Σαν εξημέρωσε, εσηκώθηκε ο Γέρο – Λιός κι ήφυγε και δεν εξαναφάνηκε σε κεινουσά τσι τόπους. [Γερώ – Λιός= Πρόσωπον πολύ παλαιάς εποχής ίσως και ανύπαρκτον. Έκατοικούσε εις ένα σπήλαιο στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, παραθαλάσσιον μέρος, εις τους πρόποδας του Λιόπετρου. Σώχωρα= Τοποθεσία αγροτική στους πρόποδας του Λιόπετρου. Μέρος ομαλόν. Ίσον – χωράφι – Σόχωρο. Σήμερον η τοποθεσία αυτή ανήκει εις τους Γαρεφαλάκηδες από τα Έξω Μουλιανά, μαυραχείμαδα= Θάμνος μαυριδερός. Ο διάβολος δεν πλησιάζει σ’ αυτό, γιατί είναι μαύρο. Όπως και εις όλα τα μαύρα πράγματα, μαύρα βώδια κτλ.), Λιόπετρο= Κορυφή απότομη, όχι πολύ υψηλή, στη Β παραλία της Σητείας. Στην κορυφή σώζονται τα λείψανα ενετικού φρουρίου, Διονυσάδες= Νησίδες πλησίον της Σητείας εις το Κρητικόν πέλαγος.]
Τόπος Καταγραφής
Κρήτη, ΣητείαΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Ειρ. Παπαδάκη, Λαογραφικά Σύμμεικτα Σητείας, Επετ. Κρητ. Σπουδ. Β, (1939), σελ. 390Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Επετηρίδα Κρητικών Σπουδών, Β, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT