Μια φορά κ’ έναν καιρό δυο γειτόνισσες συνεννοηθήκανε από το βράδυ να σηκωθούνε το πρωΐ μια ώρα νύχτα να πάνε στο μύλο ν’ αλέσουνε. Και ήτανε από Χριστούγεννα ως Θεοφάνεια το λένι δωδεκάημερο και τότε υπάρχουν παγανιές έξω. Και τη στιγμή που συνεννοηθήκανε το βράδυ της άκουσε μία παγανιά, απ’ αυτούς τοςυ δαιμοναραίους. Μόλις πέσανε για ύπνο οι γυναίκες, φώναξε η παγανιά, απ’ αυτούς τους δαιμοναραίους. Μόλις πέσανε για ύπνο οι γυναίκες, φώναξε η παγανιά μιανής γειτόνισσας. Σήκω να πάμε στο μύλο. Σηκώθηκ’ η γυναίκα, η γυναίκα ενόμισε ότι ήταν η άλλη γυναίκα που συμφωνήσανε, ενώ ήτανε η παγανιά. Μπροστά η παγανιά 100 μέτρα, πίσω ερχόταν η γυναίκα, που πήγαινε για το μύλο. Φθάσανε στο μύλο κι ο μυλωνάς κοιμούτανε και έξω ήτανε παγανιές κάργα. Κ’ η γυναίκα είχε και τη ρόκα της που έγνεθε. Μαζευτήκαν όλοι οι δαινομαραίοι γύρω από τη γυναίκα και τη ρωτούσαν πως ακριβώς γίνεται το μαλλί και πως το γνέθει. Και την ώρα που ήθελαν οι δαιμοναραίοι να τη στεγνώσουνε τη γυναίκα (= να τση πάρουν την ψυχή) ελάλησ’ ένας κόκορας και λέν’ οι δαιμοναραίοι: Αν είσαι άσπρος και λαλείς, είσαι δικός μας. Την ίδια στιγμή λάλησε κι άλλος κόκορας μαύρος. Και μόλις λάλησ’ ο μαύρος κό κορας είπαν στη γυναίκα: Είχες τυχερό, γιατί ένα λεπτό εάν είχε αργήσει ο κόκορας να λαλήση θα σε στεγνώναμε, ενώ η ώρα ήτανε δώδεκα τη σήκωσαν από βραδύς μόλις έπεσε. Η άλλη γειτόνισσα, που έμεινε στο σπίτι τς, επήγε στο σπίτι από βραδύς μία παγανιά μέσα ως μουσαφίρισσα, με τη ρόκα γνέθοντας η παγανιά. Σηκώθηκ’ η παγανιά να πάη στην άλλη γειτόνισσα να την ξυπνήσ’ για το μύλο, όπως την ξύπνησε (ήταν η ίδια η παγανιά που πήγε στην προηγούμενη). Αφήνει όμως στο σπίτι τη ρόκα της και τα τσαρούχια. Η γειτόνισσα πέταξε τα τσαρούχια και τη ρόκα έξ από το σπίτι. Γύρισ’ η παγανιά ξανά και φωνάζει τση ρόκας: Ρόκα μ’, ρόκα μ’, άνοιξε την πόρτα. Κ’ η ρόκ’ απαντάει: Δε μπορώ ν’ ανοίξω λέει γιατί με πέταξ έξω. Η παγανιά μίλησε στα τσαρούχια τώρα: - Τσαρούχια μου, τσαρούχια μου, ανοίξτε μου την πόρτα. Το ίδίο απάντησαν και τα τσαρούχια, Και λέ η παγανιά. Είχες τυχερό τς λέει που τα πέταξες γιατί θα σε στέγνωνα με τη ρόκα στη μέσ’.
Τόπος Καταγραφής
Θεσπρωτία, Σούλι, ΓλυκύΧρόνος καταγραφής
1958Πηγή
Λ. Α. αρ. 2277 Α, σελ. 35, Δημ. Β. Οικονομίδου, Γλυκύ Σουλίου, 1958Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2277 Α, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΛΑΣτοιχεία πληροφορητή
Ανδρέου, Λάμπρος Άνδρας 70 ΑγράμματοςΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.