Το τσατάλι ήκαμε το διάολο κ’ ήσκασενε. Μια φορά ο διάολος είδεν ένα χωράφι σκαμμένο κ’ εκοίταζε να ΄βρη τσι παδουλιές αυτουνού που το σκαψε, μα δεν ηύρηκε καμμιά, γιατί το ‘χενε σκάψει με το τσατάλι. Από το κακό του ήσκασε. Ο σκάπτων την γην με το τσατάλι σκάπτει αντιστρόφως ή ο σκάπτων με την αξίνην. Ο πρώτος δηλ. ίσταται επί του χέρσου, εμπηγνύει δια της πιέσεως του δεξιού ποδός το τσατάλι εντός της γης και ρίπτει το χώμα έμπροσθέν του. Τοιουτοτρόπως σκάπτει χωρίς να αφίνη ουδέ το ελάχιστον ίχνος ποδός επί του εσκαμμένου. Ο διάβολος, κατά την παράδοσιν, μη δυνηθείς να εξηγήση το πράγμα, έσκασε. [παδούλιες= Πατημασιές, τα ίχνη των ποδιών του]
Place recorded
Νάξος, ΦιλώτιRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 193, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Collector
Source index and type
2303, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT