Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΠαπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
dc.coverage.spatialΘράκη, Σωζόπολη
dc.date.accessioned2016-01-15T11:09:20Z
dc.date.available2016-01-15T11:09:20Z
dc.date.issued1929
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/296005
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΌτι το ρίπτειν εντός της σκάφης την περισσεύουσαν ζύμην κατά το πλάσιμον των άρτων, προκαλεί έλλειψιν ή σπάνιν του άρτου εν τη οικία εκείνη. Εις την πρόληψιν ταύτην υπόκειται η εξής λαϊκή παράδοσις: Ο καπετάν Πανάγος είντανε το αξιώτερο κι ωμορφώτερο παλλικάρι του χωριού μας. Η θάλασσα γι’ αυτόνα είντανε παιγνίδι. Είχε ντη βάρκα ντου με μια γοργόνα στη πλώρη κι αρμένιζε και πε ντη γαλήνη και πε ντη μεγαλύτερη φορτούνα. Σαν κοντόφτανανε τα Χριστούγεννα, τραβούσε ντη βάρκα ντου αψηλά – αψηλά στην αμμουδιά και περνούσε τα Δωδεκάμερα στο σπίτι ντου. Η πρώτη ντου δουλειά πουρνό, πουρνό, άμα σηκώνουντανε, είντανε να πάγει να συργιανίσει ντη βαρκούλα ντου που ντην είχε τραβημένη κει στο γιαλό της γειτονιάς του. Μια μέρα, είντανε Σάββατο, βρίσκει ντη βάρκα να μην είναι τραβηγμένη στο μέρος της, το άλλο Σάββατο πάλε το ίδιο, το τρίτο βάνει σουμάδια και βεβαιώνεται πως η βαρκούλα πλέγεται. Από πιόνα; Αυτό ήθελε να μάθει ο Πανάγος. Δε χάνει καιρό, το βράδυ άμα σπέρωσε, πηγαίνει και κρύβεται μέσα στην πλώρη της βάρκας, Κει μέσα ξαπλωμένος πε το τσιγάρο στο χέρι, καταλαβαίνει που η βάρκα σέρνεται πάνου στα φαλάγγια και σε λιγάκι πως πλέει στο νερό. Τώρα φοβήθηκε πεια ο καπετάν Πανάγος. Κανήνανα δε γλέπει, τίποτε δεν ακούει, μα η βάρκα ντου χλι – χλι ταξιδεύει στη θάλασσα. Κάνει ντο σταυρό ντου και πάγει να βγη πε ντη πλώρη, μα πρώτα βάνει το μάτι ντου σε μια τρυπίτσα που είχε το ταμπούκιο. Κει στην αστροφεγγιά γλέπει άσπρα φουστάνια και συργιανίζουνε μέσα στη βαρκούλα και σε κομμάτι ακούει ένα γλυκό, γλυκό τραβούδι, που ντον έκανε να καταλάβει πως τάμπλεξε με νεράγδες. Πόση ώρα πόμεινε σ’ αυτή ντη στάση κι ως που πήγε η βαρκούλα και πόδισε δε γκατάλαβε. Θυμούντανε μόνε που ντην ώρα που αμμούδωσε η βάρκα, λάλησε ο πετεινός και η ναυτοπούλες αρχίσανε να πηδούνε μια – μια στο γιαλό. Κάνει πάλε ντο σταυρό ντου ο Πανάγος, τάζει στη χάρη του σπιτιού του ένα κερί και πετιέται όξω πε ντη πλώρη. Ντι στιγμή κείνη και η τελευταία νεράγδα έπεφτε στο γιαλό. Έπιασε ντη βρουλίδα ντης και πήρε ντη νεράγδα μέσα στη βαρκούλα. Έβγαλε το μαχαίρι ντου ο καπετάν Πανάγος που είντανε μαυρομάνικο για να κόψει ντη βρουλίδα, γιατί είχε πακουστό που η νεράγδες σκλαβώνουνται σα χάσουνε τα μαλλιά ντους. Η νεράγδα τότε παρεκάλεσε να μη κόψει τα μαλλιά ντης και ωρκίσθηκε στη μάννα ντης ντη Κερά ντη Θάλασσα, στο κύρη της ντο Κύρ Βορριό και στα τρία κύματα τ΄αδρέφια ντης που θα γένει σκλάβα ντου και θα κάνει ό,τι και να ντήνε προστάξει. Ο Πανάγος τίποτε άλλο δεν ήθελε είχε στον κόσμο μόνε μια γριά μάννα και ήθελε νια νοικοκθρά μέσ’ το σπίτι ντου. Η νεράγδα παραδέχτηκε να πάγει μαζί ντου. Ρουμετζάτου, στάθηκε η νεράγδα κι ωρμήνεψε ντο Πανάγο κάθε Σάββατο πρωί να κόφτει τα νύχια ντης, γιατί αλλοιώς θα ντήνε χάσει, και η κατοικία ντης θα είναι μέσα στο πηγάδι. Έτσι έκανε ο Πανάγος και έζησε μαζί πε ντη νεράγδα τρία χρόνια. Στο χρόνο πάνου έκανανε ένα κορίτσι ώμορφο σα ντη μάννα ντου. Μα ένα Σάββατο που έλειπε ο καπετάν Πανάγος και πήγε αργά στο σπίτι ντου, βρίσκει ντη σκάφη ντη ζυμώτρια που ζύμωνε η νεράγδα, ξεχειλισμένη πε νεβατό ψωμί και το παιδί ντου να φωνάζει ντη μάννα ντου. Φωνάζει κι αυτός, τίποτε. Θυμήθηκε που δεν έκοψε τα νύχια ντης και τρέχει στο πηγάδι. Φωνάζει ντη νεράγδα να πλάσει τα ψωμιά, γιατί ξεχείλισε η σκάφη, πάλε τίποτα. Γύρισε τότε στο σπίτι ντου ο κακομοίρης και έβαλε ντη μάννα ντου να πλάσει τα ψωμιά. Έπλανε η γριά, έπλανε και τελειωμό δεν είχε το ζουμάρι, γιατί όλο και ξεχείλιζε η σκάφη. Τότε παραπονεμένος ο Πανάγος πήγε πάλε στο πηγάδι και παρακαλούσε ντη νεράγδα να βγη να βυζάξει το παιδί και να πλάσει τα ψωμιά. Κείνη πιλογήθηκε και είπε: «Και το παιδί θα βυζαχτή και το παιδί θα λείψει». Και τον ωρμήνεψε να ρίχνει το χυμένο ζουμάρι μέσα στα σκάφη και έτσι θα τελειώσει. Έτσι τώκανε. Και πε τότε είναι μεγάλη αμαρτία πλάνοντας ψωμιά να ρίχνουν το ζουμάρι που περισσεύει μέσα στη σκάφη, γιατί τότε κείνο το σπίτι δε μποτάζει ψωμί. [Η Νεράγδα= Υπάρχει εις Ζωζόπολιν πηγάδι της Νεράγδας λεγόμενον, μαυρομάνικο= Υπάρχει η πρόληψις, ότι ο κατέχων μαχαίριον με μαύρην λαβήν και χαράζων επί του εδάφους κύκλον, αφού στήσει αυτό εν τω κέντρω και καθίσει ο ίδιος εντός του κύκλου, δεν έχει φόβον όταν δήθεν περικυκλωθή από «ξωτικά»]
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄
dc.relation.sourceΚ. Παπαιωαννίδης, Σωζόπολις Θράκης, Θρακικά, τόμος Β, 1929, σελ. 181 - 182, 38
dc.relation.sourceindexΘρακικά, Β
dc.relation.sourcetypeΠεριοδικό
dc.description.bitstreamD_PAA_04742w, D_PAA_04742w2
dc.subject.legendtitleΗ Νεράγδα
dc.subject.legendΠαράδοση ΚΣΤ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname734064/Θράκη, Σωζόπολη


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές