Οι Νεράϊδες χορεύουν στ’ αλώνια και γι’ αυτό σ’ αλώνι δεν κάνει να κοιμάται κανένας. Μια φορά οι Νεράϊδες χόρευαν σ’ ένα αλώνι στην Παλιοχούνη. Εκεί κοιμόταν μια γυναίκα, τη σήκωσαν, τη γύμνωσαν και την έβαλαν γυμνή στο χορό. Χόρεψαν, χόρεψαν κι ύστερα τη σήκωσαν στον αέρα και πάνε κάτω. Ήταν νύχτα. Έφτασε η ώρα που λαλούν τα κοκκότια. Τότε άκουσε τις Νεράϊδες να λένε: μαύρος κόκκοτος λαλεί, φεύγετε, να φεύγουμε. Και διάβηκαν κάτω στα Διάσελα. Περίμεναν τη γυναίκα οι δικοί της νάρθη στο σπίτι, πουθενά. Δεν ήξεραν, τι έγινε. Μια γριά πούξερε απ’ αυτά τα πράματα, είπε στους δικούς της: το και το θαλάγινε. Και του είπε να πάνε κάτω στα Διάσελα να ρίξουν στάχτη για να βρούνε τα πατήματά της. Έτσι έκαμαν. Πήγαν, έρριξαν στάχτη και βρήκαν τα πατήματά της. (Τους είπε η γριά, αν δε βρουν πατήματα, άλλο θα συνέβη, αν εύρουν, εκεί κοντά είναι. Έψαξαν δω κει και τη βρήκαν τη γυναίκα ολόγυμνη. Λησμόνεσα να πω. Κει που την έβαλαν γυμνή και χόρευε στ’ αλώνι, έλεγαν οι Νεράϊδες: μάλλια απάν, μάλλια κάτ, στη μέση κοπανέλι.
Τόπος Καταγραφής
ΑιτωλίαΧρόνος καταγραφής
1928Πηγή
Αρ. 916, σελ. 367, Αιτωλία, ΛουκόπουλοςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
916, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT