Νεράϊδες
Μια μαμή επήε να πλύνη ‘ς το Γλυκομούρι, και φανερώνεται μια αφορδακίνα αγκαστρωμένη κ’ ήβγαιν’ απάνω ‘ς την πλύστρα, κι όσο την ήδιωχνε, αυτή ήβγαινε ‘ς την πλύστρα. Λέει τση: Φύγε κακομοίρα, κι άμα γεννήσης θα ‘ρθώ να σου βοηθήσω. Σε κάμποσες μέρες κτυπούν – την – πόρτα τζη και λένε. «Έ! Μαμή, κερά μαμή, η αφορδακίνα κοιλιοπονά και σε θέλει να πας.» Την παίρνει αυτός και τση λέει να κάμης ό,τι κατέχης και να μη μιλήσης. Αυτή θα κάμη μια φούσκα και να τη δώσης σε μια απού τσοι πλεό καλές ανεράϊδες κι αυτή θα τη δώση τσ’ άλλης και τελευταία θα γενή κωπέλλι. Το κωπέλλι γίνηκε θηλυκό κι ο ανεράϊδος το ‘θελε ασερνικό. Του ‘βάλανε λίγο κερί κ’ εξεγελάσανε τον ανέραϊδο. Όντεν ήφευγε τση βάλανε μια ποδιδεά κρομυδόφυλλα, αλλ’ αυτά ήσανε φλουριά, κερένιο ήτονε το βυβλί κ’ ήλειωσε κ’ εχάθηκε. Αυτός εφώνιαζε, μ’ αυτή δεν εμίλειε, τελευταία τση λέει: Ά! καημένη! Εποσυνάχτηκες γοργό, αλλοιώς ήθελα σε σάσω εγώ, ήθελα σου πάρω την εμιλιά.
Place recorded
Κρήτη, Μυλοπόταμος, ΠρινέRecording year
1939Source
Γ. Κ. Σπυριδάκης, Κρητικαί παραδόσεις, Έπετ. Κρητ. Σπουδ. Β, (1939), σελ. 143 - 144, αρ. 8Collector
Source index and type
Επετηρίδα Κρητικών Σπουδών, Β, ΠεριοδικόItem type
ΠαραδόσειςTEXT