Ένας άνθρωπος επάη να πιάση ψάρια, επήρε και το παιδί του μαζί. Εις το δρόμο, όπου πήγαιναν, το ανήβασε σ΄ένα δέντρο, κι αυτός επάη να πιάση ψάρια. «Κάτσε αυτού, παιδί μου, και τώρα οπ’ να γυρίσω, έρχομαι και σε παίρω. – Καλό. «Διαβαίνουν δυό κοράκοι και είχαν ένα κομμάτι κρέας κ επάησαν να τους το μοιράση το παιδί, και τσις το μοίρασε. Έπειτα διαβαίννουν οι Καλότυχες και το πήραν και το ‘βαλαν εις μίαν τρύπαν. Πααίνουν εις τη μάννα του και της λέγουν: «ηύραμαν ένα παιδί. – Που είναι το; - Το έχομε σ’ ένα μέρος. – Σύρτε, φέρτε το εδώ. «Επάησαν και το ήφεραν και το είχαν εκεί στες τρύπες των . Εβγήκε μια να λουστή, την εβάρεσε αστραπή. Λέει η μάννα της: «Εκεί οπού το ηύρεται, σύρτε το πίσω, γιατί θα μας σκοτώση ο Θεός.» Επάησαν και το έβαλαν στο δέντρο, όπου το ηύραν. Διαβαίν’ ο πατέρας του για να πάν’ στο σπίτι. Επάησαν στο σπίτι και του ωμολόησεν όλα όσα έπαθε.
Τόπος Καταγραφής
ΉπειροςΧρόνος καταγραφής
1884Πηγή
Αρ. 324 Α, 8, 5, Ήπερος, Α. ΓόνιοςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
324 Α, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT