JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Δρασκιλόνω= Αύρ «δρασκίλωσα» j παθ. Παρακ. «δρασκιλωμένο»= διέρχομαι άνωθεν τινός, ‘ς «δρασκελίζω» λέγεται «το έρμο το φίδι μες στο δρόμο ήταν ‘ς το δρασκύλωσα.» υπάρχει ‘ς δεισιδαιμονία καθ’ είν πιστεύεται ‘ς δοξάζεται, ότι ο εις πολυχρόνιον νόσον εμπεστίν, μη επιτυχών δεν της σωτηρίας αύτων , πράμα δρασκιλωμένο έχει, νεράιδα ή άλλο εξωτικόν ή αράπτω.
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές