Το βράδυ στο Αρτάκι βγαίνουν ανεράϊδες, πάνι τώρα κάμποσα χρόνια, δεν ήτανε ακόμη φιρμένο το νιρό στην Κορώνη, κι ένα βράδυ δεν είχαμε νιρό κόμπο. Λέω της διχατίρας μον: «bε, μπας στ’ Αρτάκι να φίρης μια βικούλα; - όχι, δε πάω, μου λέει εκείνη, σκιάζομαι.» Φορτώθηκα πια εγώ μοναχή μου τη βικά και κίνησα να πάω. Θα ήτανε περασμένες έντεκα η ώρα. Στην ομαλή ψυχή, παρακάτω ψυχή. Ήτον όμως φεγγάρι κι έβλεπαν καλά. Πριν φτάσω στο πρώτο Αρτάκι πιρνάει ένα σύννεφο και κρύβει το φεγγάρι. «Παναγία μου, είπα μέσα μου, έχει γούστο να μου φανερωθή τώρα τίποτα.» Πάω παρακάτω και τηράω κι ερχόντανε πέντε γυναίκες ψηλές ίσαμε κει επάνω και ασπροφορεμένες. Φορήγανι και άσπρες μπολίες και τις είχανε ριχτές στις πλάτες τους, «Μωρέ, είπα μέσα μου, δεν αφήκανε οι Μπουργιώτισσες νερό, ούλο ήρθαν και το πήρανε.» ώσπου να το καλοπώ πέρασαν από κοντά μου σαν αέρας και τότε τις είδα και τις κατάλαβα πως ήτον ανεράϊδες. Η ομορφιά τους δεν ύπαρχε. Εμένα πήγε η ψυχή μου στα δόντια μου. Πάω στη βρύση κι ώσπου να γεμίσω πέρασαν ώρες. Ν’ ακούω τα χαλίκια από το πέρα Αρτάκι να κάνουν χράστα – χράστα- χράστα. Εκεί πηγαίνουν και θάβουν ούλα τα μούλικα γι’ αυτό είναι στοιχειωμένος ο τόπος. Την ώρα που γέμισα τη βίκα και γύριζα σπίτι μου, απαντάω το μπάρμπα – Θανάση τον Κάργα. «Μπάρμπα – Θανάση, του λέω, νάχης καλό, τι ώρα είναι; - Δεν ξέρω, μου λέει, αλλά πολλή ώρα που πέρασε ένα σύννεφο κι έκρυψε το φεγγάρι βάρεσε μεσάνυχτα η καμπάνα του Άη – Δημήτρη, εκείνη την ώρα μου φανερωθήκανε και μένα οι ανεράϊδες. [Αρτάκι= παράλιος τοποθεσία της Κορώνης με μικράν πηγή.]
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηΧρόνος καταγραφής
1938Πηγή
Αρ. 1159 Ε, σελ. 63, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1938Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1159 Ε, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT