Πρώτα υπήρχαν ανεράϊδες. Πάντα θελανάχνε φωτιά απ΄όξω. Έναν κεχαγιά τον κυνηγούσαν ανεράϊδες κι είχε το μουλάρ’ φορτωμένο δυο σακκιά – Σαν κατάλαβε τις ανεράϊδες έπεσε κι αυτός κατασάμαρα, και κείνες σαν τον φτάσαν, λέγαν: - Να και τόνα το σακκί να και τ΄άλλο το σακκί να και το πανωγόμ’ πούναι κείνος που το παρλά το γω; Σαν έφτασε στο σπίτι, φωνάζει: - Γυναίκα, δαυλό βγάνε έξω. Και ξορκίστηκαν τα δαιμόνια, οι ανεράϊδες. Βάν’ με σταυρό στην πόρτα. Ο σταυρός τα πήα όλα. [παρλά= ακολουθεί]
Place recorded
Λήμνος, ΚάσπακαςRecording year
1938Source
Αρ. 1160 Δ, σελ. 17 – 18, Γ. Μέγας, Λήμνος, Κάσπακας, 1938Collector
Source index and type
1160 Δ, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT