Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.authorΡεμπέλης, Χαράλαμπος
dc.coverage.spatialΉπειρος, Κόνιτσα
dc.date.accessioned2016-01-15T11:09:00Z
dc.date.available2016-01-15T11:09:00Z
dc.date.issued1953
dc.identifier.urihttp://hdl.handle.net/20.500.11853/295565
dc.languageΕλληνική - Κοινή ελληνική
dc.language.isogre
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
dc.rights.urihttps://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
dc.titleΤο Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλίζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς – κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά, κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτς και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι, άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κάνα δυό – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κατ’ νυφάδες όμορφες – όμορφες κι άσπρες με χρυσά μαλλιά, λουτσίζουντ’ εκεί στη γούρνα και π’ ύστερις παίζ’ν και χορεύ’ν’ και βαρνούν βιολιά και ντέφια π’ ακούγουντ’ ως πέρα στο Φετοκίτ’κο, κι άμα λαλήσ’ν τα ‘ρνίθια καϊπιώνουνται και τσωπαίν΄ν. Ο Γιώτ΄Νάτσ’ς μου λεγε κάποτες, πως αφ’ όντας και ζώθ’καν τα χωριά με παρακκλήσια και με κονίσματα – και θα είναι καμμιά εξηνταριά χρόνι’ από τότες – δεμ παραβγαίν’ν σαν πρώτα οι ξωτκιές. Μια νύχτα ο Γιώτ’ς με το Γιώρ’ τον Κληματά τ’ς έμπλαξαν τ΄ς οξωτκιές οπκάτ’ από το Γλυκονέρ’ εδώ και κείγιαγια, μόν’ καταλαχού λάλ’σαν τα πετείνια τ΄ς Μπλίζγιαννης εκείν’ τ΄ν ώρα και κρύφτ΄καν. Ο Κήτος Βλάχος από τη Βούρμπιανη, που ζάει ακόμα, μου μολογούσε πρόπερσι, πως όντας ήταν παιδί δεκάξ’ στα δεκαεφτά είχε το γρέκ’ στις Βριζαμιές κοντά στο Τρυπημένο τον Τόπο τ’ς Φετόκος, κι όπως κοιμούνταν τη νύχτα, λάχτ’σε, γιατί τα σλιά έτρωγαν κακά, σα σε άνθρωπο, σκώθ΄κε κι αυτός δίπλα στη φωτιά, ξύπνησε και τομ πατέρα του κι εκεί π’ αφηκράζουνταν ακούν απ’ οχπέρ’ από το Μπλιζγιαννίτ’κο βιολιά, ντέφια και φωνές γυναικήσιες χαρούμενες, έτσ’ σαν να χόρευαν ανθρώπ’. «Βήκαν πάλε οι νύφες», λέει ο πατέρας του, «για σ’ αυτές βάρεσαν τα σλιά, μόν’ ρίξ’ τους ένα ντουφέκ’ να τσωπάσ’ν, γιατ’ αλλοιώς δε θα μας αφήκ’ν να κοιμηθούμε». Έρριξε τότες ο Κήτος ένα ντουφέκ’ με μια σφήκα πούχε κι έτσ’ τσώπασαν. – «Και πιστεύ’ς, ωρέ Κήτο, τέτοια πράματα;» τον ρώτ’σα άμα μπίτ’σε τη γκουβέντα. – «Είναι να μη το πιστέψ’ς; τ΄ς άκουσα με τ’ αυτιά μ’. Θυμιούμαι καλά σαν το ψωμί πόφαγα εψές αχούσε το σκέμπ’ απ’ τ’ς φωνές κι απ’ τα χαρχαλίσματα. Γιατί; ΄Ενας και δυο έντεσε τη νύχτα ‘πο ξωτκιές; Ο Κώτσκος, ο Θώμος ο Κουφός, ο Κουρλός τ΄ς έμπλαξαν. Το Τσιελεγκούδ’ πάλε μάτα το γκύλισαν οι οξωτκιές μέρα μεσημέρ’ μέσ’ την Κοκκινόπετρα ρώτησέ το, ζάει δεμ πέθανε κι ο μακαρίτ’ς ο Χαρίσ’ Τζιομπάνος πού ήταν νυχτοπερβατ΄μένος μου λεγε, όντας ήμουν παιδί ρογιασμένο στο κοπάδ’ του, πως σε πολλούς τόπους σαν στη Μπαλαστάνα, στομ Πετρίτ’ τ’ς Πρυσόγιανν’ς, στ’ Αργιοβάν το Πληκαδίτ’κο, στη Τζιούμα το μπερδεύ΄έτσ’ από ξωτκιές. – Για πές μ’, ωρέ Κήτο, τι άλλο ξέρ’ς για το Γλυκονέρ’ τ΄ς Μπλίζγιαννης; Θέλω να τα γράψω σ’ ένα χαρτί έτσ’ να βρίσκουνται. – Στο Γλυκονέρ’ τ’ς Μπλίζγιαννης, δάσκαλε», μου λέει ο Κήτος «και σήμερις μέρα λέν πως βγαίν’ν οι νύφες αργιά και που κι αυτές είναι που παίρν’ν τ’ς αρρώστιες και γιατρεύονται όσοι πάν’ν και πίνουν νερό και λούζουνται. Κουβαλιούνται τόσ’ και τόσ’ αστενήδες στο Γλυκονέρ’ τ΄ς Μπλίζγιαννης, όσ’ έχ’ν χάλι και τους πιάνει κάθε χάσ’ του φεγγαριού, όσ’ είν’ αφαιρεμέν’ από μυαλά, όσ’ είναι μαγεμέν’, όσ’ είναι χτυπημένοι σαν από κατάρραγο κι άλλ’ κι άλλ’. Κι αν δεν παν οι ίδγιοι στέλ’ν και φέρν’ν νερό. Για η Μαρούσιω τ’ Καραμήτσ’, ο Ποτσιόλ’ς από το Κάντσκο, η Ρέσταινα ‘πό το Λούψκο, η Κωλέτσαινα, ο Χαρίτος, ο Λιας και πολλοί άλλ’ πήγαν δε ρωτάς τον Κώστα Μπλεθουκιώτ’ τον ασβεστά να σου πη καλύτερα;» Και στ’ αλήθεια, όπως μου λέγ’ ο Μλεθουκιώτ’ς και το βεβαίωνε κι ο Τόλ’ Ράπος, απ’ τα δώθε τα χωριά δεν παραπαν’ν και τόσο, μόν’ από τα πέρα. Καστάνιανη, Ζέρμα, Λούψκο, Μπορμποτσκό, Κάντσικο, κάθε τόσο ξεπέφτ’ν άρρωστοι στο Γλυκονέρ’. Κι όσοι πάν΄ν όλ’ αφίνουν ζαχαρ’κά, κουλλούρες μικρές και κούκλες σαν νυφάδες από λαντζιάδια κι όποτε να πάη κανένας θα ιδή τέτοια πράματα σκορπισμένα τσέδω – τσέκει στη λακκιά, και να ιδήτε τι φόβιος που φαίνετ’ ο τόπος απ’ αυτά τα παλιοτσιόλια: Εκεί κοντά οι Μπλιζγιαννίτες έφειακαν κ’ ένα κόνσμα κι όσοι πάν΄ν στο Γλυκονέρ’ όλοι ρίχνουν το κατά δύναμι κι από λίγες δραχμές για το λάδ’ που καίει στον καντηλ’ τ’ς Χάρ’ς.
dc.typeΠαραδόσειςel
dc.description.drawernumberΠαραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄
dc.relation.sourceΧαρ. Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα, Αθήνα, 1953, σελ. 160 – 162
dc.relation.sourceindexΚονιτσιώτικα
dc.relation.sourcetypeΒιβλίο
dc.description.notesΒούρμπιανη
dc.description.bitstreamD_PAA_04303w, D_PAA_04303w2, D_PAA_04303w3
dc.subject.legendtitleΤο Γλυκονέρ' τ΄ς Μπλίζγιαννης
dc.informant.nameΒλάχος, Κήτος
dc.informant.genderΆνδρας
dc.subject.legendΠαράδοση ΚΣΤ
edm.dataProviderΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.dataProviderHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.providerΚέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνώνel
edm.providerHellenic Folklore Research Center, Academy of Athensen
edm.typeTEXT
dc.coverage.geoname6697804/Ήπειρος, Κόνιτσα


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

ΑρχείαΜέγεθοςΤύποςΠροβολή

Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο.

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

  • Παραδόσεις
    Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές