Τα ξωτ'κά τ'ς Μπουριάς
Απκάτ’ από τον Άϊ Μ’να τ΄ς Στράτσιανης είναι μια σπλιά μεγάλη και σκοταδερή, πόχ’ δυο ρούπες ίσια που να χωράη άνθρωπο να μπαίν’ τ’ απίκουπα, να ζβαρνίζεται μέσα και να βγαίν’ απ’ την άλλ’ ρούπα. Μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι μια Χάρ’ που παίρν’ τ΄ς θέρμες απ’ τ’ς θερμασμένος και γιατρεύονται τα μαραζιάρ’κα παιδιά που δεν πιάνουντ’ από κριγιάσ’, όσ’ έχουν κιτρινάδα και σπλήνα, οσουνούς έπεσε το χουλιαράκι και δεν μπορούν να πάρουν δρόμο κι ανήφορο, όσ’ είναι βαρεμέν΄ απ’ όξω, όσες νυφάδες δε ζυγώνουν τ΄ς άντρες τους, κι όσα παιδιά – με σχώρεση – κατουριούντ’ οχπάνω τους. Όλ’ αυτοί για να ιδούν καλό μπαίνουν τρεις βολές σ’ αυτή τη σπλιά, ρίχνουν μέσα δεκάρες, κοσάρες, ρούπια και μπεσλίκια ‘σημένια κι από ‘να ζευγάρ’ τσιεράπια, κι οι νυφάδες αφίνουν κένα δαχτυλίδ’ ή κένα σκουλαρίκ’ και καμμιά ζάβα φλωροκαπνισμέν’ κι άμα βγουν πάν’ν στ’ν εκκλησιά του χωριού κι ανάβ’ν ένα κερί ίσια με το μπόϊ τους! – «Και γλέπ’ν στ’ αλήθεια καλό όσοι πάν’ν σ’ αυτή τη σπλιά;» ρώτησα τ΄ς προάλλες τη μπάμπω τη Τζιαχάνω που πιστεύ’, ότ’ εκεί μέσα είναι ξωτκιές. – «Ντάαα!», μου λέει, «ένας και δυο είδε καλό; όσοι πήγαν όλ’ γιατρεύτκαν. Πάει ο Ζώης πούχ΄έρθ’ με θέρμες ‘πό μέσ’ απ’ το Ρωμαίικο κι’ είχ’ ένα χρόνο και δεν του κόβ’νταν, κι ο Γιώρ’ς του Παπαζήσ’ κι ο Μήτρος τ΄ς Καλίνας, και το Στάθ’ αυτούγια τον είχε πάει η μάννα του, όντας ήταν μικρός, και ντάϊμα κουβαλιούνται άρρωστοι από Καστανιάν’ από Μόλιστες, από Πρυσόγιαν’ κι απ’ άλλα χωριά κι όσ’ ήρθαν, καμάρι μ’, όλ’ είδαν θεράπειο. – Εγώ δεν πιστεύω να είναι ξωτκές, θειάκω Τζιαχάνω», τ’ς λέω, «καμμιά Χάρ’ μπορεί να είναι. – Ντάα! Τι λές, καμάρ’ μου; εγώ ‘χω ‘κουστά από τ΄ς παλιούς που μου ‘λεγαν, όντας ήμουν μικρή, πως μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι ξωτ’κές, νύφες πεντάμορφες, που βγαίν΄ν τη νύχτα εκεί γύρα στη σπλιά και κάπ’ – κάπ’ ζ΄γώνουν ως τ’ αλώνια και παίζ΄ν και χαρχαλιούνται κι αυτές παίρν΄ν τ΄ς αρρώστιες και τ΄ς στέλν’ν κατ’ ανέμ΄ μόν’ θέλ’ν να τ’ς πας καλούδια, γιατ’ αλλοιώς δεν κάν’ν καλό. Δε ρωτάς και τον Τάκη Πρωτόπαπα που τ’ς έμπλαξε στο Ζάχοτο κοντά στο ποτάμ’; γιατί κατεβαίνουν πότε – πότε για να λουτσιστούν στο νερό. Όποιος άρρωστος πάν’, καμάρι μ’, σ’ αυτή τη σπλιά και κάν’ να δγιαταγμένα, γερεύ, γένεται γερός, μπούρας, και γι’ αυτό τ΄ν έβγαλαν και Μπούρια.
dc.contributor.author | Ρεμπέλης, Χαράλαμπος | |
dc.coverage.spatial | Ήπειρος, Κόνιτσα | |
dc.date.accessioned | 2016-01-15T11:09:00Z | |
dc.date.available | 2016-01-15T11:09:00Z | |
dc.date.issued | 1953 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/295564 | |
dc.language | Ελληνική - Κοινή ελληνική | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Απκάτ’ από τον Άϊ Μ’να τ΄ς Στράτσιανης είναι μια σπλιά μεγάλη και σκοταδερή, πόχ’ δυο ρούπες ίσια που να χωράη άνθρωπο να μπαίν’ τ’ απίκουπα, να ζβαρνίζεται μέσα και να βγαίν’ απ’ την άλλ’ ρούπα. Μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι μια Χάρ’ που παίρν’ τ΄ς θέρμες απ’ τ’ς θερμασμένος και γιατρεύονται τα μαραζιάρ’κα παιδιά που δεν πιάνουντ’ από κριγιάσ’, όσ’ έχουν κιτρινάδα και σπλήνα, οσουνούς έπεσε το χουλιαράκι και δεν μπορούν να πάρουν δρόμο κι ανήφορο, όσ’ είναι βαρεμέν΄ απ’ όξω, όσες νυφάδες δε ζυγώνουν τ΄ς άντρες τους, κι όσα παιδιά – με σχώρεση – κατουριούντ’ οχπάνω τους. Όλ’ αυτοί για να ιδούν καλό μπαίνουν τρεις βολές σ’ αυτή τη σπλιά, ρίχνουν μέσα δεκάρες, κοσάρες, ρούπια και μπεσλίκια ‘σημένια κι από ‘να ζευγάρ’ τσιεράπια, κι οι νυφάδες αφίνουν κένα δαχτυλίδ’ ή κένα σκουλαρίκ’ και καμμιά ζάβα φλωροκαπνισμέν’ κι άμα βγουν πάν’ν στ’ν εκκλησιά του χωριού κι ανάβ’ν ένα κερί ίσια με το μπόϊ τους! – «Και γλέπ’ν στ’ αλήθεια καλό όσοι πάν’ν σ’ αυτή τη σπλιά;» ρώτησα τ΄ς προάλλες τη μπάμπω τη Τζιαχάνω που πιστεύ’, ότ’ εκεί μέσα είναι ξωτκιές. – «Ντάαα!», μου λέει, «ένας και δυο είδε καλό; όσοι πήγαν όλ’ γιατρεύτκαν. Πάει ο Ζώης πούχ΄έρθ’ με θέρμες ‘πό μέσ’ απ’ το Ρωμαίικο κι’ είχ’ ένα χρόνο και δεν του κόβ’νταν, κι ο Γιώρ’ς του Παπαζήσ’ κι ο Μήτρος τ΄ς Καλίνας, και το Στάθ’ αυτούγια τον είχε πάει η μάννα του, όντας ήταν μικρός, και ντάϊμα κουβαλιούνται άρρωστοι από Καστανιάν’ από Μόλιστες, από Πρυσόγιαν’ κι απ’ άλλα χωριά κι όσ’ ήρθαν, καμάρι μ’, όλ’ είδαν θεράπειο. – Εγώ δεν πιστεύω να είναι ξωτκές, θειάκω Τζιαχάνω», τ’ς λέω, «καμμιά Χάρ’ μπορεί να είναι. – Ντάα! Τι λές, καμάρ’ μου; εγώ ‘χω ‘κουστά από τ΄ς παλιούς που μου ‘λεγαν, όντας ήμουν μικρή, πως μέσα σ’ αυτή τη σπλιά είναι ξωτ’κές, νύφες πεντάμορφες, που βγαίν΄ν τη νύχτα εκεί γύρα στη σπλιά και κάπ’ – κάπ’ ζ΄γώνουν ως τ’ αλώνια και παίζ΄ν και χαρχαλιούνται κι αυτές παίρν΄ν τ΄ς αρρώστιες και τ΄ς στέλν’ν κατ’ ανέμ΄ μόν’ θέλ’ν να τ’ς πας καλούδια, γιατ’ αλλοιώς δεν κάν’ν καλό. Δε ρωτάς και τον Τάκη Πρωτόπαπα που τ’ς έμπλαξε στο Ζάχοτο κοντά στο ποτάμ’; γιατί κατεβαίνουν πότε – πότε για να λουτσιστούν στο νερό. Όποιος άρρωστος πάν’, καμάρι μ’, σ’ αυτή τη σπλιά και κάν’ να δγιαταγμένα, γερεύ, γένεται γερός, μπούρας, και γι’ αυτό τ΄ν έβγαλαν και Μπούρια. | |
dc.type | Παραδόσεις | el |
dc.description.drawernumber | Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄ | |
dc.relation.source | Χαρ. Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα, Αθήνα, 1953, σελ. 157 – 158 | |
dc.relation.sourceindex | Κονιτσιώτικα | |
dc.relation.sourcetype | Βιβλίο | |
dc.description.bitstream | D_PAA_04302w, D_PAA_04302w2 | |
dc.subject.legendtitle | Τα ξωτ'κά τ'ς Μπουριάς | |
dc.informant.name | Τζιαχάνω | |
dc.informant.gender | Γυναίκα | |
dc.subject.legend | Παράδοση ΚΣΤ | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.type | TEXT | |
dc.coverage.geoname | 6697804/Ήπειρος, Κόνιτσα |
Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο
Αρχεία | Μέγεθος | Τύπος | Προβολή |
---|---|---|---|
Δεν υπάρχουν αρχεία που να σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο. |
Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές
-
Παραδόσεις
Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι λαϊκές προφορικές διηγήσεις που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους, χρόνους και χαρακτήρες, και θεωρούνται αληθινές.