Οι Νεράιδες 'ς το μύλο Στείρι του δήμου Διστομίων της Λεβαδείας
Μια φορά ήθελε μια γριά να πάη από το Στείρι ΄ς το μύλο του μοναστηριού, καμμιά ώρα μακριά από το χωριό. Σηκώθη από τα μεσάνυχτα κι ακόμα ενωρίτερα, γιατί έφεγγε το φεγγάρι, σαν ημέρα και θαρρούσε πως είχε ξεμερώση. Φόρτωσε το λοιπόν το γάιδαρό της κι από τα δυο πλευρά, έβαλε κι απανωγόμι ένα σακκί με πεντέξι οκάδες στάρι για χόντρο, γιατ’ ήθελε να φτειάση τραχανά. Αφού εφόρτωσε καλά, ξεκίνησε για το μύλο. Σαν έφτασε εκεί, βρήκε το μυλωνά και κοιμώτανε. Φωνάζει, ξαναφωνάζει, δεν άκουγε. Ύστερα από καιρό ξύπνησε, και της άνοιξε και μπήκε ‘ς το μύλο. Ο μυλωνάς απόρησε να ιδή τη γριά να είναι σηκωμένη νύχτα ‘ς το ποδάρι. Σαν άλεσε η γριά το στάρι της κ’ ετοιμαζόταν να γυρίση ‘ς το χωριό, της λέγει. «Άκουσε, γριά, κάθησε δω και περίμενε όσο να ξημερώση. Τι θέλεις τι γυρεύεις να γυρίζης τη νύχτα; «Μόν’ η γριά δεν τον άκουσε, και σηκώθη και τραύηξε το δρόμο της. Όταν έκαμε κάμποσο δρόμο από το μύλο, πέρασε από το μύλο, και άρχισε ν’ ανεβαίνη τον ανήφορο, γιατί από το μύλο ο δρόμος είναι ανηφορικός. Εκεί ακούει από πίσω της ένα κοπάδι γυναίκες, που κάθονταν ‘ς το ρέμα και την εζύγωναν. Η γριά κατάλαβε πως δεν ήσαν καλαίς γυναίκες, μόν’ ήσαν διαβόλισσαις. Αμέσως παίρνει το σακκί που χε απανωγόμι ‘ς το γάιδαρο, το κρύβει σε κάτι βάτα, και ξαπλώνετ’ αυτή στη ράχη του γαιδάρου. Τότε ζύγωσαν οι Νεράιδες το γάιδαρο (γιατί Νεράιδες ήσαν), τον τριγύρισαν και γυρεύαν τη γριά. Μα δεν την ηύραν, και έλεγαν «Να το ένα πλευρό, να και τάλλο, να και το πανωγόμι, μα η γριά που είναι;» Γιατί τη γριά την έπαιρναν για ταπανωγόμι. Τότε λέγει μια απ’ αυταίς «Θα γύρισε πίσω ‘ς το μύλο:» Και μια και δυό πετούν ‘ς τον αέρα, και ‘ς τη στιγμή βρέθηκαν ‘ς το μύλο. Ο μυλωνάς άκουσε φοβερή ταραχή να γίνεται από πάνω του, πέτραις ξύλα γυαλιά και άλλα πράματα να πέφτουν ‘ς τα κεραμίδια του μύλου. Σε λίγο μπήκαν οι Νεράιδες και μέσα ‘ς το μύλο, που ήταν ο μυλωνάς τα κάμαν όλα άνου κάτου, βάλαν και το λιθάρι να γυρίζη, φώναξαν το μυλωνά και γύρευαν απ’ αυτόν τη γριά. Εκείνος όμως από το φόβο του μαζώχτηκε μια κουμούλα σαν κουβάρι ‘ς το στρώμα του και δεν έδωσε απόκριση, γιατί όποιος μιλήση όταν του κρένουν οι διαβόλοι, του παίρνουν τη μιλιά. Οι Νεράιδες ήσαν πολύ θυμωμέναις μ’ αυτόν, αλλά δεν κοτούσαν να πάνε κοντά του, γιατί ήταν καλόγηρος από το μοναστήρι του άη Λουκά, και ήξευρε κ’ έλεγε αγικά. Αφού λοιπόν δεν έκαμαν τίποτα και δεν ηύραν τη γριά ξεκίνησαν με μια πάλι και πήραν το δρόμο που τραυούσε η γριά, και την κατάφτασαν, αν και αυτή, όταν οι διαβόλισσαις έψαχναν να την βρουν’ς το μύλο, εκεντούσε και χτυπούσε το γαιδούρι της, που το τρωγε ο λύκος. Και μερικαίς απ’ αυταίς σταθήκαν μπρος ‘ς το γαιδούρι άλλαις από πίσω, κ’ οι άλλαις ‘ς τα πλάγια, κ’ ήσαν πλήθος σαν μερμήγκια, και δεν το άφιναν να πάη μπροστά, κ’ έλεγαν. «Να το ένα πλευρό, να και τάλλο, να και ταπανωγόμι. Μα η γριά που να είναι;» Άς γυρίσουμε πάλι. Ο μυλωνάς την είχε κρυμμένη!» Στη στιγμή πέταξαν πάλι ‘ς το μύλο. Πάλι έτριζαν τα κεραμίδια ‘ς το μύλο, σαν πώς να πεφτε βαρύ χαλάζι, από τοις πέτραις και τάλλα πράματα πώρρηχναν. Γύρισαν πάλι το μύλο κι από μέσα κι απόξω, περικύκλωσαν πάλι το μυλωνά να ιδούν μην την έχη τη γριά κρυμμένη κοντά του. Αφού όμως δεν ηύραν πάλι τίποτα πουθενά, ξανάφυγαν κ’ έφτασαν το γαιδούρι, που ήταν η γριά. Αυτή είχε φτάση ως ταμπέλια του χωριού. Τριγύρισαν πάλι οι Νεράιδες με θυμό το γαιδούρι, κ’ έλεγαν το ίδιο. «Να το ένα πλευρό, να και τάλλο, να και το πανωγόμι. Να η γριά που να είναι;» Αχ, και να την βρίσκαμε τη σκατόγρια, τι έχομε να της κάμωμε! Να ξευρε τι την περιμένει! Αχ, που να είναι! Μα θα τη βρούμε, θα πάμε ως το χωριό», Σαν τ΄άκουγε αυτά η δυστυχισμένη η γριά από τον τρόμο της της κοβόντασε λίγοι λίγοι λίγοι, και κρατούσε την αναπνοή της, που πήγε να σκάση. Κει που λέγαν αυτά οι Νεράιδες και περιτριγύριζαν το γαιδούρι, κοντοζύγωσαν ‘ς το χωριό. Τότε έκραξε ένας κόκορας και μια απ’ αυταίς είπε «Κόκορας ελάλησε». Μια άλλη της αποκρίθηκε» Ας τον να λαλή, είναι ο πράσινος». Σε λίγο έκραξε άλλος κόκορας. Και λέει μια απ’ αυταίς. «Ακούτε, κι άλλος κόκορας ελέλησε, πάμε να φύγουνε. – Ούφ, ας τον να λαλή, είπε άλλη, είναι ο παρδαλός». Όταν έφτασαν απόξω απ’ το χωριό, εκεί που είναι οι σπηλιαίς, ελάλησε και τρίτος κόκορας. Τότες φώναξαν «Πάμε, πάμε, γιατί ο μαύρος λάλησε, και μας πλάκωσε η ημέρα. Αχ σκατόγρια!» Και αμέσως πέταξαν κ’ έφυγαν. Κ’ έτσι έφτασε η γριά ‘ς το σπίτι της κατατρομασμένη, κ’ έβαλε ευτύς λιβάνι και λιβανίστηκε. Και σε λιγάκι σαν ξαπόστασε κ’ ήρθε ‘ς τα συγκαλά της, είπε τι έπαθε κ’ ησύχασε. Κ’ έτσι με την εξυπνάδα της γλύτωσε η γριά. Και σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα και φώτισε καλά, πήγε μαζί με το γέρο της κει που είχε κρυμμένο το σακκί ταλεύρι και το πήραν και το κουβάλησαν ‘ς το σπίτι τους.
Place recorded
ΑθήναRecording year
1904Source
Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις τόμος Β, Εν Αθήναις 1904, σελ. 483 – 485, αρ. 798Collector
Source index and type
Παραδόσεις, Β, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΚΣΤLegend title
Οι Νεράιδες 'ς το μύλο Στείρι του δήμου Διστομίων της ΛεβαδείαςCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.