Καλικάντζαροι
Οι καλικάτζαροι είναι νυκτερινά φάσματα, επιβλαβή εις τους ανθρώπους, επομένως και πολύ μισητά εις αυτούς. Προέκυψε δε η περί αυτών ιδέαν εκ της σημασίας της λέξεως, ήτις εκ της λάτιν. Cal-igo(=σκότος) και του ινδικού καlα (=ο θάνατος) παραγομένη περικλείει εν ταύτη την ιδέαν του τρόμου και της φθοράς και είναι προσοποποίησις της νυκτός όπως είναι και η πεφταργιά περί ης αλλαχού έγραψα και η Καλαμοδούτων περί ης ο κ. Ι. Δ. Καμπούρογλους εποίησεν υραίον παιδικόν ποιημάτων. Παρά του αλβανογλώσσις της Στερεάς Ελλάδος ο καλικάτζαρος καλείται Χάλκι, πιστεύεται δε παρ’ αυτήν ότι πριν (μετά Χριστόν;) οι καλικάτζαροι καταβαίνοντες εις την καπνοδόχο της οικίας έχεζον την στάκτην της εστίας. Δια τούτο όση στάκτη γίνη εν τη εστία αυτών κατά το Δωδεκαήμερον των Χριστουγέννων την εξάγουσι και την διασκορπίζουσι μακράν έξωθεν της οικίας, ενώ τουναντίον εις τινα χωρία της Κρήτης η δωδεκαήμερος αύτη στάκτη φυλάττεται επιμελώς ως αντίδοτον κατά της ερυσίβης των φυτών και εις τινας άλλας γεωργικάς περιστάσεις χρησμος. Εν Αθήναις πιστεύεται ότι οι καλικάτζαροι τρέπονται εις φυγήν και γίνονται άφαντοι επι τη εμφανίσει της αγιαστούρας την ιερέων τας ημέρας των Φώτων.
Τόπος Καταγραφής
ΚρήτηΧρόνος καταγραφής
1920Πηγή
Αρ. 202 – 18 - 4 , Ιωάννης Ζωγραφάκης, ΚρήτηΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
202, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT