Οι Καλικάτζαροι είναι νυκτερινά φάσματα, επιβλαβοί εις τους ανθρώπους, επομένως και πολύ μισιτά εις αυτούς. Προέκυψε δε η περί αυτού ιδέα εν της σημασίας της λέξεως, ήτος εν του λακωνικού cal-igo και του ινδικον καλα (=ο θάνατος) παραγαμούη, περικολείει εν ταυτη την ιδέαν τον τρόμον και της φθοράς. Παρά τας αλβανογλώσσης της Στερεάς Ελλάδος ο Καλκάτζαρος καλείται χάλει, πιστεύεται δε παρ’αυτοίς ότι προ (μετά Χριστόν) οι Καλικάτζαροι, καταβαίνοντες εκ της καπνοδόχης, έχεζον την στάκτην της εστίας δια τούτο όση στάκτη γίνη εν τη εστία αυτήν κατά το δωδεκαήμερον των Χριστουγέννων, την εξάγουσι και την διασκορείζουσα μακράν έζωθεν εις οικίας, ενώ τουν αντίον εις τινα χωρία της Κρήτης η δωδεκαήμερις αύτη στάκτη φυλάττεσαι επιμελείς το αντίδοτον κατά της εριππίσης των φυτών και εις τινάς άλλας περιστάσεις χρήσιμος. Εν Αθήναις πιστεύεται ότι οι καλικάτζαροι τρέπονται εις φυγήν και γίνονται άφαντοι επί τη εμφανίσει της αγιαστούρας των ιερέαν την ημέραν των φώτων.
Τόπος Καταγραφής
ΚρήτηΧρόνος καταγραφής
1926Πηγή
Αρ. 783, σελ. 116 – 7, Ιωάννης Ν. Ζωγραφάκης, ΚρήτηΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
783, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT